Τη μείωση της κυκλοφορίας των οχημάτων στην Εγνατία Οδό, που οφείλεται σε ένα βαθμό και στην τοποθέτηση των σταθμών διοδίων καταγράφει το «Δελτίο Αποτελεσμάτων Δείκτη» για τον κυκλοφοριακό φόρτο, που έχει δώσει στη δημοσιότητα η ίδια η εταιρία, την ίδια στιγμή που επιμένει στη χωροθέτηση ακόμη περισσότερων σταθμών διοδίων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης εκτιμά την Ετήσια Μέση Ημερήσια Κυκλοφορία, δηλαδή τον μέσο ημερήσιο αριθμό οχημάτων που κινήθηκαν μεταξύ δύο διαδοχικών ανισόπεδων κόμβων της Εγνατίας Οδού κατά τη διάρκεια ενός έτους. O κυκλοφοριακός φόρτος είναι ο βασικός δείκτης για την απεικόνιση της κινητικότητας στον αυτοκινητόδρομο της Εγνατίας Οδού. Η σκοπιμότητα του δείκτη έγκειται στη μελέτη της κινητικότητας επί του άξονα.
Όπως αναφέρει η εταιρία στο Δελτίο της, από τις μετρήσεις φόρτου που έγιναν την τελευταία 8ετία (έτη 2004 έως 2011) προκύπτει ότι οι υψηλότεροι κυκλοφοριακοί φόρτοι καταγράφονται στα τμήματα μεταξύ των ανισόπεδων κόμβων Καλοχωρίου και Σερρών, που λειτουργούν και ως εξωτερική περιφερειακή οδός για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο υψηλός αυτός φόρτος είναι αναμενόμενος καθώς τα τμήματα αυτά εξυπηρετούν, εκτός της διαμπερούς κυκλοφορίας, μεγάλο ποσοστό αστικών (δηλαδή μετακινήσεις που έχουν και τα δυο άκρα τους στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης) και ενδονομαρχιακών μετακινήσεων (π.χ. προς ΒΙΠΕ Θεσσαλονίκης και προς προαστιακούς οικισμούς), καθώς και υπεραστικών μετακινήσεων που το ένα άκρο τους είναι η Θεσσαλονίκη (π.χ. Θεσσαλονίκη – Σέρρες, Θεσσαλονίκη – Κιλκίς, Θεσσαλονίκη – Καβάλα κλπ). Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές από τις μετακινήσεις αυτές πραγματοποιούνται σε καθημερινή βάση, καθώς πρόκειται για μετακινήσεις από και προς την εργασία (commuting) αλλά και για άλλους λόγους (εκπαίδευση, αναψυχή κλπ). Η γενική μείωση που παρατηρείται στην κυκλοφορία οχημάτων σε εθνικό επίπεδο, λόγω της οικονομικής κρίσης και της σημαντικής αύξησης της τιμής των καυσίμων, παρουσιάζεται και στον αυτοκινητόδρομο της Εγνατίας Οδού.
Συγκεκριμένα, η Ετήσια Μέση Ημερήσια Κυκλοφορία (ΕΜΗΚ) οχημάτων στα τμήματα της Εγνατίας Οδού φαίνεται ότι το 2011 μειώθηκε κατά μέσο όρο 10% σε σχέση με το 2010. Στα τμήματα της Εγνατίας Οδού στα οποία καταμετρήθηκε η κυκλοφορία το 2011, η μεγαλύτερη μείωση της κυκλοφορίας, κατά 17-18%, υπήρξε στα τμήματα μεταξύ των κόμβων Κοζάνης και Βέροιας.
Υπογραμμίζεται δε πως «η μεγάλη αυτή μείωση, πλέον των λόγων που αναφέρθηκαν παραπάνω, οφείλεται και στη λειτουργία του σταθμού διοδίων στον Πολύμυλο (έναρξη λειτουργίας στις 14/09/2010). Όσον αφορά τις επιπτώσεις στην κυκλοφορία από την έναρξη λειτουργίας 4 ακόμα νέων σταθμών διοδίων στην Εγνατία Οδό (Τύρια, Μαλακάσι, Ανάληψη, Ίασμος), αυτές δεν μπορούν να αποτυπωθούν από τη σύγκριση της ΕΜΗΚ του 2011 με την αντίστοιχη του 2010 καθώς οι σταθμοί άρχισαν να λειτουργούν μόλις το τελευταίο 2μηνο του 2011. Από μία πρώτη επεξεργασία των στοιχείων κυκλοφορίας στα 4 αυτά οδικά τμήματα και λαμβάνοντας υπόψη και την εποχική διακύμανση της κυκλοφορίας, μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η λειτουργία των διοδίων είχε ως αποτέλεσμα μια περαιτέρω μείωση κατά 15-25% της κυκλοφορίας στα τμήματα αυτά. Αυτή εκτιμάται ότι οφείλεται είτε στη μη πραγματοποίηση κάποιων μετακινήσεων που πραγματοποιούνταν πριν τη λειτουργία των σταθμών (ιδιαίτερα στα τμήματα σταθμών διοδίων της δυτικής Εγνατίας) είτε στην εκτροπή μέρους της κυκλοφορίας στο ελεύθερο διοδίων εναλλακτικό δίκτυο (ιδιαίτερα στα τμήματα των σταθμών διοδίων Ανάληψης και Ιάσμου)».
Έτσι αναφέρεται πως με βάση τη συνολική μεταβολή των φόρτων κατά τη διάρκεια σταδιακής λειτουργίας της Εγνατίας Οδού (δηλαδή μεταξύ 2004 και 2009 και ανάλογα με τη διαθεσιμότητα μετρήσεων), οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφονται στη διαδρομή Ηγουμενίτσα – Ιωάννινα – Μέτσοβο – Γρεβενά, για την οποία η Εγνατία Οδός λειτούργησε πλήρως το 2009. Ορισμένα τμήματα κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας τους είχαν πολύ χαμηλούς φόρτους καθώς εξυπηρετούσαν κυρίως την τοπική κυκλοφορία, ενώ πλέον με την
ολοκληρωμένη λειτουργία του αυτοκινητόδρομου προσελκύεται και εξυπηρετείται πλήρως η διαμπερής κυκλοφορία. Στα ανατολικά τμήματα της Εγνατίας Οδού (Α/Κ Αγ. Ανδρέα – Κήποι), όπου η πλειοψηφία τους είχε αποδοθεί στην κυκλοφορία πριν από το 2004 και επομένως ήδη το 2004 χρησιμοποιούνταν και από τη διαμπερή κυκλοφορία, μπορεί κάποιος παρατηρώντας τα διαχρονικά στοιχεία των μετρήσεων να συμπεράνει ότι ο κυκλοφοριακός φόρτος έφτασε στη μέγιστη τιμή του το 2009 ενώ το 2011, μετά από δυο περίπου έτη οικονομικής κρίσης, μειώθηκε στα επίπεδα των ετών 2004-2005.
(Πηγή - Περισσότερες πληροφορίες: Εφημερίδα "Εβδόμη")
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης εκτιμά την Ετήσια Μέση Ημερήσια Κυκλοφορία, δηλαδή τον μέσο ημερήσιο αριθμό οχημάτων που κινήθηκαν μεταξύ δύο διαδοχικών ανισόπεδων κόμβων της Εγνατίας Οδού κατά τη διάρκεια ενός έτους. O κυκλοφοριακός φόρτος είναι ο βασικός δείκτης για την απεικόνιση της κινητικότητας στον αυτοκινητόδρομο της Εγνατίας Οδού. Η σκοπιμότητα του δείκτη έγκειται στη μελέτη της κινητικότητας επί του άξονα.
Όπως αναφέρει η εταιρία στο Δελτίο της, από τις μετρήσεις φόρτου που έγιναν την τελευταία 8ετία (έτη 2004 έως 2011) προκύπτει ότι οι υψηλότεροι κυκλοφοριακοί φόρτοι καταγράφονται στα τμήματα μεταξύ των ανισόπεδων κόμβων Καλοχωρίου και Σερρών, που λειτουργούν και ως εξωτερική περιφερειακή οδός για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο υψηλός αυτός φόρτος είναι αναμενόμενος καθώς τα τμήματα αυτά εξυπηρετούν, εκτός της διαμπερούς κυκλοφορίας, μεγάλο ποσοστό αστικών (δηλαδή μετακινήσεις που έχουν και τα δυο άκρα τους στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης) και ενδονομαρχιακών μετακινήσεων (π.χ. προς ΒΙΠΕ Θεσσαλονίκης και προς προαστιακούς οικισμούς), καθώς και υπεραστικών μετακινήσεων που το ένα άκρο τους είναι η Θεσσαλονίκη (π.χ. Θεσσαλονίκη – Σέρρες, Θεσσαλονίκη – Κιλκίς, Θεσσαλονίκη – Καβάλα κλπ). Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές από τις μετακινήσεις αυτές πραγματοποιούνται σε καθημερινή βάση, καθώς πρόκειται για μετακινήσεις από και προς την εργασία (commuting) αλλά και για άλλους λόγους (εκπαίδευση, αναψυχή κλπ). Η γενική μείωση που παρατηρείται στην κυκλοφορία οχημάτων σε εθνικό επίπεδο, λόγω της οικονομικής κρίσης και της σημαντικής αύξησης της τιμής των καυσίμων, παρουσιάζεται και στον αυτοκινητόδρομο της Εγνατίας Οδού.
Συγκεκριμένα, η Ετήσια Μέση Ημερήσια Κυκλοφορία (ΕΜΗΚ) οχημάτων στα τμήματα της Εγνατίας Οδού φαίνεται ότι το 2011 μειώθηκε κατά μέσο όρο 10% σε σχέση με το 2010. Στα τμήματα της Εγνατίας Οδού στα οποία καταμετρήθηκε η κυκλοφορία το 2011, η μεγαλύτερη μείωση της κυκλοφορίας, κατά 17-18%, υπήρξε στα τμήματα μεταξύ των κόμβων Κοζάνης και Βέροιας.
Υπογραμμίζεται δε πως «η μεγάλη αυτή μείωση, πλέον των λόγων που αναφέρθηκαν παραπάνω, οφείλεται και στη λειτουργία του σταθμού διοδίων στον Πολύμυλο (έναρξη λειτουργίας στις 14/09/2010). Όσον αφορά τις επιπτώσεις στην κυκλοφορία από την έναρξη λειτουργίας 4 ακόμα νέων σταθμών διοδίων στην Εγνατία Οδό (Τύρια, Μαλακάσι, Ανάληψη, Ίασμος), αυτές δεν μπορούν να αποτυπωθούν από τη σύγκριση της ΕΜΗΚ του 2011 με την αντίστοιχη του 2010 καθώς οι σταθμοί άρχισαν να λειτουργούν μόλις το τελευταίο 2μηνο του 2011. Από μία πρώτη επεξεργασία των στοιχείων κυκλοφορίας στα 4 αυτά οδικά τμήματα και λαμβάνοντας υπόψη και την εποχική διακύμανση της κυκλοφορίας, μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η λειτουργία των διοδίων είχε ως αποτέλεσμα μια περαιτέρω μείωση κατά 15-25% της κυκλοφορίας στα τμήματα αυτά. Αυτή εκτιμάται ότι οφείλεται είτε στη μη πραγματοποίηση κάποιων μετακινήσεων που πραγματοποιούνταν πριν τη λειτουργία των σταθμών (ιδιαίτερα στα τμήματα σταθμών διοδίων της δυτικής Εγνατίας) είτε στην εκτροπή μέρους της κυκλοφορίας στο ελεύθερο διοδίων εναλλακτικό δίκτυο (ιδιαίτερα στα τμήματα των σταθμών διοδίων Ανάληψης και Ιάσμου)».
Έτσι αναφέρεται πως με βάση τη συνολική μεταβολή των φόρτων κατά τη διάρκεια σταδιακής λειτουργίας της Εγνατίας Οδού (δηλαδή μεταξύ 2004 και 2009 και ανάλογα με τη διαθεσιμότητα μετρήσεων), οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφονται στη διαδρομή Ηγουμενίτσα – Ιωάννινα – Μέτσοβο – Γρεβενά, για την οποία η Εγνατία Οδός λειτούργησε πλήρως το 2009. Ορισμένα τμήματα κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας τους είχαν πολύ χαμηλούς φόρτους καθώς εξυπηρετούσαν κυρίως την τοπική κυκλοφορία, ενώ πλέον με την
ολοκληρωμένη λειτουργία του αυτοκινητόδρομου προσελκύεται και εξυπηρετείται πλήρως η διαμπερής κυκλοφορία. Στα ανατολικά τμήματα της Εγνατίας Οδού (Α/Κ Αγ. Ανδρέα – Κήποι), όπου η πλειοψηφία τους είχε αποδοθεί στην κυκλοφορία πριν από το 2004 και επομένως ήδη το 2004 χρησιμοποιούνταν και από τη διαμπερή κυκλοφορία, μπορεί κάποιος παρατηρώντας τα διαχρονικά στοιχεία των μετρήσεων να συμπεράνει ότι ο κυκλοφοριακός φόρτος έφτασε στη μέγιστη τιμή του το 2009 ενώ το 2011, μετά από δυο περίπου έτη οικονομικής κρίσης, μειώθηκε στα επίπεδα των ετών 2004-2005.
(Πηγή - Περισσότερες πληροφορίες: Εφημερίδα "Εβδόμη")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου