Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

ΓΙΟΡΤΙΝΕΣ ΕΥΧΕΣ!


Εγκύκλιος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως κ. Χρυσοστόμου επί τη εορτή των Χριστουγέννων 2018

«Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως…»

Μέ πόση ἁπλότητα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὁμιλεῖ γιά τό τρισμέγιστο ἱστορικό Γεγονός τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά τό Γεγονός τό «μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», ὁ ἱερός ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας! Χριστέ μου, ψάλλει, ἡ Γέννησή Σου ἀνέτειλε, ἔφερε, στόν κόσμο τό φῶς τῆς γνώσεως… Δηλαδή, θά τολμοῦσε κάποιος νά ἀντείπει στόν ἅγιο ὑμνογράφο, ὁ κόσμος μέχρι τότε, μέχρι ἐκεῖνο τό μοναδικό βράδυ, τήν ἅγια νύχτα, πού μέσα σέ ἕνα ταπεινό, σκοτεινό καί ἀνήλιο Σπήλαιο γεννήθηκε ὁ Θεάνθρωπος, ὁ κόσμος δέν ἤξερε, ὁ κόσμος ἦταν βυθισμένος στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας; Ὁ κόσμος μέ τόσους σοφούς καί ξακουστούς φιλοσόφους, ὁ κόσμος μέ τόσους ἐπιστήμονες καί καλλιτέχνες, μέ τόσα ἐπιτεύγματα πολιτισμοῦ, δέν ἤξερε τίποτε; Καί δέν θά ἤμασταν ἐκτός πραγματικότητος, ἐάν θά βλέπαμε ἐκείνους πού μελετοῦν προσεκτικά τόν ἀρχαῖο πολιτισμό νά ἐξανίσταντο ὀργισμένοι κατά τοῦ ποιητῆ τοῦ τροπαρίου μας, πού φαίνεται μέ ὅσα ψάλλει νά ἀπαξιώνει τόν προχριστιανικό κόσμο.

Ναί! Ὑπῆρχαν μέχρις ὅτου τό Θεῖον Βρέφος γεννηθεῖ στήν ταπεινή Βηθλεέμ, σέ πολλά ἔθνη καί λαούς ἐπάνω στή γῆ καί σοφοί καί σπουδαῖοι φιλόσοφοι καί λαμπροί ἐπιστήμονες   καί καλλιτέχνες, οἱ ὁποῖοι μέ τή σοφία καί τήν τέχνη τους ὕψωσαν θαυμαστά μνημεῖα πολιτισμοῦ. Παρόλα ὅμως αὐτά ὅλοι αὐτοί οἱ ἐξέχοντες ἄνθρωποι δέν μπόρεσαν, στάθηκε ἀδύνατο, νά βοηθήσουν ἀποτελεσματικά τούς συνανθρώπους των. Μέ τί ἔμοιαζε, θά τολμούσαμε νά ποῦμε, ἡ σοφία καί ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τέχνη τους; Ἔμοιαζε μέ ἐκεῖνο τό ἀσθενικό, τό χλωμό καί ἀδύναμο φῶς, πού σκορπίζουν ἐκεῖνα τά μικροσκοπικά ζωάκια, πού τά ὀνομάζουμε καταχρηστικά πυγολαμπίδες. Σέ τί μποροῦν νά βοηθήσουν τόν διαβάτη μέσα στό σκοτάδι τά φωτεινά αὐτά ἔμψυχα ὄντα;

Τόση ἦταν δυστυχῶς καί ἡ λάμψη τῆς σοφίας πρό Χριστοῦ. Ἦταν ἀνίσχυρη δραματικά γιά νά φωτίσει τά σκότη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν καθοδηγήσει στό δρόμο τῆς ἀλήθειας.  Ἀκριβῶς γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔχοντας κατά νοῦν αὐτήν τήν ἀδυναμία τῆς ἀρχαίας σοφίας νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων του ὑψώνει τήν φωνή του ἀπευθυνόμενος στόν ἀρχαῖο κόσμο καί  γράφει στούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου: «ποῦ σοφός, ποῦ γραμματεύς, ποῦ συζητητής τοῦ αἰῶνος τούτου;  οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;  ἐπειδή γάρ ἐν τῆ σοφία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν εὐδόκησεν ὁ Θεός διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας» (Α΄ Κορ. 1, 20-21).

«Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός ἠμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως…». Καί τότε, ἀλλά καί σήμερα! Ἄς ἔχουν περάσει δύο χιλιάδες χρόνια, ἀπό τότε πού πρωτοέλαμψε τό αἰώνιο καί ἱλαρό Φῶς τῆς γνώσεως στό Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Δέν τελείωσε ὁ προορισμός του. Ἔχει καί σήμερα νά φωτίσει τόν κόσμο, τόν κόσμο μας πού πλανᾶται καί ὑποφέρει μέσα στά σκοτεινά μονοπάτια τῆς πλάνης, τῆς ἀθεΐας, τῆς κακίας καί τῶν παθῶν. Νομίζουμε μεθυσμένοι ἀπό τίς καταπληκτικές ἐπιδόσεις τῆς Ἐπιστήμης καί τῆς Τεχνολογίας ὅτι κατέχουμε τό φῶς τῆς γνώσεως. Καί ὅμως ἀγνοοῦμε τό βασικό νόημα τῆς ζωῆς, τόν ἀληθινό προορισμό μας, τό τί περιμένει τήν ἀθάνατη ψυχή μας. Κυκλοφοροῦμε στούς δρόμους τῆς ζωῆς μέ τή βοήθεια τῶν ἀδύναμων πυγολαμπίδων τοῦ ὑλικοῦ καί εὐδαιμονιστικοῦ πολιτισμοῦ μας. Μέ τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία. Χωρίς τήν ἐλπίδα καί τή χαρά τῆς πίστεως.

Εἴθε ἡ Γέννησίς Σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν νά φέρει καί πάλι καί σέ μᾶς τό φῶς τῆς γνώσεως. Ἀμήν

Εὐχέτης πάντων ἡμῶν πρός τόν δι’ ἡμᾶς Ἐνανθρωπήσαντα Κύριον

Ὁ  χάριτι καί φιλανθρωπία Αὐτοῦ Ἐπίσκοπός σας

† Ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΗΣ ΑΘΜ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ

Χριστούγεννα !

Δεν είναι μια λαμπρή σελίδα της ανθρωπότητας από το παρελθόν, ούτε μια όμορφη γιορτή που καλλωπίζει το παρόν, αλλά γεγονός που σκοπεύει την αιωνιότητα, εκεί που είναι ενταγμένη και η ζωή μας, αυτή που προσπαθεί να βρει τρόπους να βελτιωθεί και λόγους να δικαιωθεί.


Το ότι είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα τα όσα συνέβησαν πριν δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια στην Αγία Γη φαίνεται από τις δυνατότητες που προσφέρουν και τις ευκαιρίες που χαρίζουν. Συναντήθηκαν εκεί και τότε η γη και ο ουρανός, οι άγγελοι και ο ύμνος, το αστέρι και Εκείνος. Τότε ανταμώθηκε ο Θεός με τον άνθρωπο, ως Θεάνθρωπος, όχι της κρίσης, αλλά της καταλλαγής∙ όχι της ιστορίας, αλλά της σωτηρίας∙ όχι της απόρριψης, αλλά της συμφιλίωσης.

Μπροστά στην φάτνη του Χριστού τα πάντα αλλάζουν. Οι ισχυροί γίνονται αδύνατοι, οι πλούσιοι φτωχοί, οι σοφοί αμαθείς. Οι πάντες πλέον καταλαβαίνουν την μικρότητά τους, την ατέλειά τους και την εύθραυστη – στην ουσία – δύναμή τους. Αφού ο ίδιος ο Χριστός κατεβαίνει τόσο και γίνεται ένα μ’ όλους μας, τότε οι τίτλοι χάνουν την αξία τους, οι θέσεις την δόξα τους και τα αξιώματα την ισχύ τους.

Τούτη τη συνάντηση την βιώνει και η Αφρικανική Ήπειρος όχι μόνο στις 25 Δεκεμβρίου κάθε έτους, αλλά κάθε λεπτό και στιγμή. Η πιο μικρή γωνιά της μεταβάλλεται σε ταπεινό σπήλαιο Γέννας Χριστού και κάθε ιεραπόστολος γίνεται ταπεινός διακονητής του και γνήσιος εκφραστής του μηνύματος που εκπέμπει, αυτό της ειρήνης και συνεργασίας Θεού και ανθρώπων και εκείνων μεταξύ τους σε μια οικογένεια, στην Εκκλησία Του.

Το αστέρι του ουρανού εκείνης της βραδιάς έρχεται και ρίχνει άπλετο φως στις καρδιές όλων όσων εργάζονται νυχθημερόν στον αγρό της Ορθοδοξίας - εδώ στην Αφρική μας - και εμπνέει αμέτρητες ψυχές ανεξάρτητα από την ηλικία και την καταγωγή, να διδάξουν ή να διδαχθούν το Ευαγγέλιο του Κυρίου. Είναι όλοι αυτοί που συνδράμουν στο λειτουργικό, πνευματικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, φιλανθρωπικό έργο του Πατριαρχείου μας και που το δέχονται χιλιάδες ψυχές κάθε μέρα. Προσφέρουν τις γνώσεις και τον κόπο τους για να γεννηθεί ο Χριστός στις ψυχές και άλλων ανθρώπων και η εργασία τους λαμβάνει πλούσιες τις ευλογίες από το Θείο Βρέφος.

Η χαρά των όσων βιώνουμε, για μια ακόμη φορά σαν να είναι σήμερα, είναι έκδηλη στις καρδιές όλων μας. Από την προσωπική μου - ως Προκαθημένου του Αποστολικού Θρόνου του Ευαγγελιστού Μάρκου - μέχρι καθενός από τους συνεργάτες μου, των Κληρικών παντός βαθμού και των Λαϊκών κάθε θέσης. Ιδιαίτερα ευλογούμε και ευχαριστούμε τις τοπικές Κρατικές Αρχές που εγκρίνουν, που βοηθούν και που χαίρονται για τα όσα προσφέρουμε στους κατοίκους της όμορφης αυτής γειτονιάς του πλανήτη μας.

Πιστεύουμε και χαρίζουμε Χριστό που ανταμώνει όσους Τον επιθυμούν, που ενδυναμώνει όσους Τον ακολουθούν, που αποκαλύπτεται σε όσους Τον πιστεύουν. Για το Πατριαρχείο μας τα Χριστούγεννα δεν είναι μια ιερή ανάμνηση, μια ώρα τυπικών ευχών, μια ευκαιρία απλού στοχασμού. Είναι γεγονός με διάρκεια, με ζωντάνια, με διδάγματα. Έχει τη θέληση, διαθέτει τις αποδείξεις, διατηρεί το δικαίωμα να  συνεχίζει να μεταβάλει  κάθε Ιεραποστολική πρωτοβουλία σε Γέννα Χριστού, κάθε τόπο σε Βηθλεέμ και κάθε καρδιά σε σπήλαιο.

Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Ο Σ   Β΄
Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής

 Εν τη Μεγάλη Πόλει της Αλεξανδρείας, Χριστούγεννα 2018

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ 2018

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ 
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί, προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Δοξάζομεν τόν Πανάγιον καί Πανοικτίρμονα Θεόν, διότι ἠξιώθημεν καί ἐφέτος νά φθάσωμεν εἰς τήν πανέορτον ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων, τήν ἑορτήν τῆς σαρκώσεως τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ «δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν». Διά τοῦ «ἀεί μυστηρίου» καί «μεγάλου θαύματος» τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως, τό «μέγα τραῦμα», ὁ ἐν σκότει καί σκιᾷ καθήμενος ἄνθρωπος, καθίσταται «υἱός φωτός καί υἱός ἡμέρας»[1] , ἀνοίγει δι᾿ αὐτόν ἡ εὐλογημένη ὁδός τῆς κατά χάριν θεώσεως. Ἐν τῷ θεανδρικῷ μυστηρίῳ τῆς Ἐκκλησίας καί διά τῶν ἱερῶν μυστηρίων της, γεννᾶται καί μορφοῦται ὁ Χριστός εἰς τήν ψυχήν καί τήν ὕπαρξίν μας. «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος», θεολογεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «ἐφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, ἀεί γεννᾶται θέλων κατά πνεῦμα διά φιλανθρωπίαν τοῖς θέλουσι· καί γίνεται βρέφος, ἑαυτόν ἐν ἐκείνοις διαπλάττων ταῖς ἀρεταῖς καί τοσοῦτον φαινόμενος, ὅσον χωρεῖν ἐπίσταται τόν δεχόμενον»[2] . Δέν εἶναι «Θεός - Ἰδέα», ὡς ὁ θεός τῶν φιλοσόφων, οὔτε Θεός κεκλεισμένος εἰς τήν ἀπόλυτον ὑπερβατικότητά του καί ἀπροσπέλαστος, ἀλλά εἶναι ὁ «Ἐμμανουήλ», ὁ «Θεός μεθ᾿ ἡμῶν»[3] , εὑρίσκεται ἐγγύτερον εἰς ἡμᾶς, ἀπό ὅσον ἡμεῖς οἱ ἴδιοι εἰς τόν ἑαυτόν μας, εἶναι «καί ἡμῶν αὐτῶν συγγενέστερος»[4].

Ἡ πίστις εἰς τήν ἀπρόσιτον καί ἄσαρκον Θεότητα δέν μεταμορφώνει τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώπου, δέν αἴρει τήν πόλωσιν μεταξύ ὕλης καί πνεύματος, δέν γεφυρώνει τό χάσμα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς. Ἡ Σάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ φανέρωσις τῆς ἀληθείας περί Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ ὁποία σώζει τό ἀνθρώπινον γένος ἀπό τούς σκοτεινούς λαβυρίνθους, τόσον τοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ ἀνθρωπομονισμοῦ, ὅσον καί τοῦ ἱδεαλισμοῦ καί τοῦ δυϊσμοῦ. Ἡ καταδίκη τοῦ νεστοριανισμοῦ καί τοῦ μονοφυσιτισμοῦ ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας σηματοδοτεῖ τήν ἀπόρριψιν δύο καθολικωτέρων τάσεων τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, καί δή ἀφ᾽ ἑνός τῆς ἀπολυτοποιήσεως τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ καί ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς ἐξιδανικεύσεως τῆς ἰδεαλιστικῆς ἐκδοχῆς τῆς ζωῆς καί τῆς ἀληθείας, παρεκκλίσεων ἰδιαιτέρως διαδεδομένων καί εἰς τήν ἐποχήν μας.

Ὁ σύγχρονος «νεστοριανισμός» ἐκφράζεται ὡς πνεῦμα ἐκκοσμικεύσεως, ὡς ἐπιστημονισμός καί ἀπόλυτος προτεραιότης τῆς χρηστικῆς γνώσεως, ὡς ἀπόλυτος ἰδιονομία τῆς οἰκονομίας, ὡς αὐτοσωτηρική ἀλαζονεία καί ἀθεΐα, ὡς ὁ «μή πολιτισμός» τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καί τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, ὡς νομικισμός καί ἠθικισμός, ὡς «τέλος τῆς αἰδοῦς» καί ταύτισις τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καί τῆς μετανοίας μέ τήν λεγομένην «ἠθικήν τῶν ἀδυνάτων», Ὁ «μονοφυσιτισμός» πάλιν ἐκπροσωπεῖται σήμερον ἀπό τάς τάσεις δαιμονοποιήσεως τοῦ σώματος καί τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τόν πουριτανισμόν καί τά σύνδρομα «καθαρότητος», τήν ἐσωστρεφῆ ἄκαρπον πνευματικότητα καί τούς ποικίλους μυστικισμούς, ἀπό τήν περιφρόνησιν τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τῆς τέχνης καί τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπό τήν ἄρνησιν τοῦ διαλόγου καί τήν ἀπόρριψιν τοῦ διαφορετικοῦ, μέ ἐπικίνδυνον ἐκφραστήν, ἐν ὀνόματι τῆς «μόνης καί ἀποκλειστικῆς ἀληθείας», τόν θρησκευτικόν φονταμενταλισμόν, ὁ ὁποῖος τρέφεται ἀπό ἀπολυτοποιήσεις καί ἀπορρίψεις καί τροφοδοτεῖ τήν βίαν καί τήν διάσπασιν. Εἶναι προφανές ὅτι, τόσον ἡ νεστοριανίζουσα ἀποθέωσις τοῦ κόσμου, ὅσον καί ἡ μονοφυσιτίζουσα δαιμονοποίησίς του, ἀφήνουν τόν κόσμον καί τήν ἱστορίαν, τόν πολιτισμόν καί τούς πολιτισμούς, ἐκτεθειμένους εἰς τάς δυνάμεις τοῦ «νῦν αἰῶνος», καί παγιώνουν τοιουτοτρόπως τήν αὐτονόμησιν καί τά ἀδιέξοδά των. 

Ἡ χριστιανική πίστις εἶναι ἡ βεβαιότης τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος προσέλαβε φιλανθρώπως τήν ἡμετέραν φύσιν καί ἐχαρίσατο ἡμῖν πάλιν τό διά τῆς πτώσεως ἀπολεσθέν «καθ᾽ ὁμοίωσιν», ἱκανώσας ἡμᾶς εἰς τήν κατ᾽ ἀλήθειαν ζωήν ἐν τῷ Σώματι Αὐτοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ. Σύνολος ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει τό μυστήριον τῆς θεανθρωπότητος. Ὁ Θεάνθρωπος Σωτήρ ἀνέλαβεν «ἐκκλησίας σάρκα»[5] καί ἔδειξε, «πρῶτος καί μόνος», «τόν ἀληθινόν ἄνθρωπον καί τέλειον καί τρόπων καί ζωῆς καί τῶν ἄλλων ἕνεκα πάντων»[6] . Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ τόπος τῆς «κοινῆς σωτηρίας», τῆς «κοινῆς ἐλευθερίας» καί τῆς ἐλπίδος τῆς «κοινῆς βασιλείας», εἶναι ὁ τρόπος τῆς βιώσεως τῆς ἐλευθεροποιοῦ ἀληθείας, ὁ πυρήν τῆς ὁποίας εἶναι τό ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ. Ἡ ἀγάπη αὐτή ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς ἁπλῆς ἀνθρωπιστικῆς δράσεως, καθ᾽ ὅτι ἡ πηγή καί τό πρότυπον αὐτῆς εἶναι ἡ ὑπερβαίνουσα τόν ἀνθρώπινον λόγον θεία φιλανθρωπία. «Ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεός εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾽ αὐτοῦ. Ἐν τούτῳ ἐστίν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τόν Θεόν, ἀλλ᾽ ὅτι αὐτός ἠγάπησεν ἡμᾶς ... Ἀγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ Θεός ἠγάπησεν ἡμᾶς, καί ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν»[7] . Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ εἶναι παρών ὁ Θεός.

Αὐτή ἡ σωτηριώδης ἀλήθεια πρέπει νά ἐκφράζεται καί εἰς τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον ἑορτάζομεν τό σεπτόν Γενέθλιον τοῦ ἐπισκεψαμένου ἡμᾶς ἐξ ὕψους Σωτῆρος ἡμῶν. Ἡ ἑορτή εἶναι πάντοτε «πλήρωμα χρόνου», καιρός αὐτογνωσίας, εὐχαριστίας διά τό μέγεθος τῆς θείας φιλανθρώπου ἀγάπης, μαρτυρία τῆς ἀληθείας τῆς θεανθρωπότητος καί τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας. Ὁ χριστοτερπής ἑορτασμός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι μία πρᾶξις ἀντιστάσεως εἰς τήν ἐκκοσμίκευσιν, εἰς τόν ἀποχρωματισμόν τῆς ἑορτῆς καί τήν μετατροπήν της εἰς «Χριστούγεννα χωρίς Χριστόν» καί εἰς πανήγυριν τοῦ Ἔχειν, τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τῆς ματαιοδοξίας, καί δή εἰς ἕνα κόσμον πλήρη κοινωνικῶν ἐντάσεων, ἀξιολογικῶν ἀνατροπῶν καί συγχύ-σεως, βίας καί ἀδικίας, ὅπου τό «παιδίον Ἰησοῦς» εὑρίσκεται καί πάλιν ἀντιμέτωπον μέ ἄτεγκτα συμφέροντα ποικιλωνύμων ἐξουσιῶν. 

Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί πεφιλημένα τέκνα, 

Γενεά παρέρχεται καί γενεά ἔρχεται, καί αἱ ἐπερχόμεναι ἐξελίξεις εἶναι κατ᾿ ἄνθρωπον δυσκόλως προβλέψιμοι. Ἡ γνησία πίστις, ὅμως, δέν ἔχει διλήμματα. Ὁ Λόγος ἐγένετο σάρξ, ἡ «ἀλήθεια ἦλθε» καί «παρέδραμεν ἡ σκιά», μετέχομεν ἤδη τῆς Βασιλείας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν τελείωσιν τοῦ ἔργου τῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας. Ἔχομεν ἀκλόνητον τήν βεβαιότητα, ὅτι τό μέλλον ἀνήκει εἰς τόν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»[8] , ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί θά παραμένῃ τόπος ἁγιασμοῦ καί ἐνθέου βιοτῆς, ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, πρόγευσις τῆς δόξης τῆς Βασιλείας, ὅτι θά συνεχίσῃ «νά δίδῃ τήν εὐαγγελικήν μαρτυρίαν» καί «νά διανέμῃ ἐν τῇ οἰκουμένῃ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ: τήν ἀγάπην Του, τήν εἰρήνην, τήν δικαιοσύνην, τήν καταλλαγήν, τήν δύναμιν τῆς Ἀναστάσεως καί τήν προσδοκίαν τῆς αἰωνιότητος»[9]. Τό σύγχρονον ἰδεολόγημα περί «μεταχριστιανικῆς» ἐποχῆς εἶναι ἄτοπον. «Μετά Χριστόν», τά πάντα εἶναι, καί μένουν εἰς τόν αἰῶνα, «ἐν Χριστῷ».

Κλίνοντες εὐσεβοφρόνως τά γόνατα ἐνώπιον τοῦ Θείου Βρέφους τῆς Βηθλεέμ καί τῆς βρεφοκρατούσης Παναγίας Μητρός Αὐτοῦ, καί προσκυνοῦντες τόν ἐνανθρωπήσαντα «παντέλειον Θεόν», ἀπονέμομεν, ἐκ τοῦ ἀκοιμήτου Φαναρίου, τοῖς ἀνά τήν οἰκουμένην τέκνοις τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας τήν Πατριαρχικήν ἡμῶν εὐλογίαν ἐπί τῷ Ἁγίῳ Δωδεκαημέρῳ, εὐχόμενοι ὑγιεινόν, ἀγλαόκαρπον καί εὐφρόσυνον τόν νέον ἐνιαυτόν τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου. 

Χριστούγεννα ‚βιη’


† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

-----------------------
1. Α’ Θεσσ. ε’, 5.
2. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά, PG 90, 1181.
3. πρβλ. Ματθ. α’, 23
4. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ’, PG 150, 660.
5. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας, PG 52, 429.
6. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Στ´, PG 150, 680.
7. Α´ Ἰωάν. δ´, 9-11.
8. Ἑβρ. ιγ’, 8.
9. Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη 2016), Προοίμιον.