Σάββατο 14 Ιουνίου 2008

Τα άγνωστα αρχαιολογικά ευρήματα στο Λιθοχώρι Καβάλας

Παρακάτω φιλοξενώ την πλήρη επίσημη αρχαιολογική αναφορά για τα ευρήματα στο Λιθοχώρι Καβάλας, όπως μου την απέστειλε η ΙΗ ΕΠΚΑ:

ΛΙΘΟΧΩΡΙ ΚΑΒΑΛΑΣ. ΣΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΣΤΗ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ


Τον Απρίλιο του 2006 ξεκίνησε σωστική ανασκαφική έρευνα στο Λιθοχώρι του Δήμου Χρυσούπολης του Νομού Καβάλας, με τη χρηματοδότηση της Εγνατίας Οδού Α.Ε., με αφορμή την κατασκευή της Εγνατίας οδού. Η ανασκαφή έχει ήδη ολοκληρωθεί και η συνολική επιφάνεια που ελέγχθηκε ξεπερνά τα 1600 τ.μ. Τα αποτελέσματα της ανασκαφής ανακοινώθηκαν το Μάρτιο του 2007 και του 2008 στην Επιστημονική Συνάντηση που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη για το Αρχαιολογικό ΄Εργο στη Μακεδονία και στη Θράκη.

Με γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, οι αρχαιότητες που καταλάμβαναν την κύρια αρτηρία της Εγνατίας επιχωματώθηκαν για την κατασκευή της και ήδη από τον Αύγουστο του 2007 η Εγνατία έχει δοθεί στην κυκλοφορία.
Στην περιοχή που κατασκευάστηκε η κύρια αρτηρία της Εγνατίας αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο πεντάχωρο κτήριο (κτήριο Α), που σώθηκε εντελώς αποσπασματικά και του οποίου οι τρεις μεσαίοι χώροι του είχαν δάπεδο από ασβεστοκονίαμα. Η κατασκευή του τοποθετείται στα τέλη του 1ου με αρχές 2ου αι. μ.Χ. και το πιθανότερο είναι να πρόκειται για αγροικία, χωρίς όμως να αποκλείεται εντελώς το ενδεχόμενο να έχει σχέση με την αρχαία Εγνατία, η διέλευση της οποίας πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του ανασκαφικού χώρου και της Ε.Ο. Καβάλας-Ξάνθης.

Ο χώρος ΒΔ του κτηρίου Α χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, το οποίο χωρίζεται σε δύο περιοχές, βόρεια και νότια, με έναν τοίχο, ο οποίος χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ. Η νότια περιοχή ορίζεται και με έναν δεύτερο τοίχο στα δυτικά, λίγο μεταγενέστερο από τον πρώτο. Στις περιοχές αυτές εντοπίστηκε πλήθος ταφών (δέκα ενταφιασμοί και πέντε καύσεις ανθρώπων, δύο ανθρώπου με άλογο και δεκατέσσερις αλόγων), οι οποίες μας έδωσαν μεγάλο αριθμό ευρημάτων και τοποθετούνται σε δύο διαφορετικές περιόδους.

Στη νότια περιοχή αποκαλύφθηκαν τρεις ενταφιασμοί ανθρώπων, οι οποίοι χρονολογούνται στον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Οι τάφοι ήταν κτερισμένοι με αγγεία και νομισματικούς «θησαυρούς» (2 αργυροί οβολοί Αβδήρων 500-425 π.Χ. στον τάφο του 5ου αι. π.Χ. και 38 και 4 χάλκινα νομίσματα Ορθαγορίας του β΄ μισού του 4ου αι. π.Χ. στους άλλους δύο). Αυτοί οι τάφοι προϋπήρχαν και δεν σχετίζονται άμεσα με τις μεταγενέστερες ταφές.
Από τις υπόλοιπες ταφές της νότιας περιοχής, η μία ήταν ελεύθερη, ακτέριστη, και πέντε καύσεις, οι οποίες χρονολογούνται από το β΄ τέταρτο του 2ου έως το α΄ τέταρτο του 3ου αι. μ.Χ.


Δεσπόζουσα θέση στη νότια περιοχή είχαν δύο ταφικοί περίβολοι, με μία καύση ο καθένας, από τους οποίους, μεταξύ άλλων, προήλθε ένας «θησαυρός» 31 νομισμάτων, ένα σιδερένιο κάθισμα τύπου οκλαδία και ένα χάλκινο πλαστικό αγγείο σε σχήμα προτομής Διονύσου.

Το κύριο χαρακτηριστικό στη βόρεια περιοχή του νεκροταφείου είναι ότι, εκτός από τις ταφές ανθρώπων, έχουμε και πολλούς ενταφιασμούς αλόγων. Δυστυχώς, δεν στάθηκε δυνατό να βρεθούν όλοι οι σκελετοί ακέραιοι, μιας και σε κάποιες περιπτώσεις οι επεμβάσεις κατά το παρελθόν, από γεωργικές εργασίες και λαθρανασκαφές, προκάλεσαν μεγάλες φθορές σε ορισμένους από αυτούς. Συνολικά εντοπίστηκαν έξι ενταφιασμοί ανθρώπων, δύο ανθρώπου με άλογο και δεκατέσσερις αλόγων, δύο από τους οποίους είναι σε ζεύγη, ενώ από τους δεκαέξι συνολικά σκελετούς αλόγων οι δέκα σώζονται ολόκληροι ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ένας βρέθηκε πολύ αποσπασματικά και οι υπόλοιποι πέντε εντελώς αποσπασματικά. Τα περισσότερα άλογα έφεραν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σωζόμενα, εξαρτήματα και προσαρτήματα της ιπποσκευής τους (χαλινούς , φορβειές, κλπ), ενώ σε αρκετά υπήρχαν και σιδερένια όπλα (κυρίως αιχμές δοράτων και ξίφη).

Το σημαντικότερο εύρημα της ανασκαφής είναι τα υπολείμματα ενός οχήματος με περίτεχνη χάλκινη διακόσμηση, σε μορφή δωρικής ζωφόρου (όχημα 1), μήκους 78 εκ. και ύψους 15 εκ., με τρεις μετόπες, στις οποίες εικονίζονται τρεις από τους άθλους του Ηρακλή (Κερυνίτις έλαφος, Ερυμάνθιος κάπρος, Στυμφαλίδες όρνιθες). Όλη η παράσταση εδράζεται πάνω σε σιδερένιο έλασμα και στηριζόταν σε δύο χάλκινα υποκυφόνια σε μορφή αρράβδωτων κιόνων ύψους 35 εκ., οι οποίοι έχουν βάση ιωνικού τύπου και κιονόκρανο δωρικού τύπου.


Συμπληρωματικά, υπάρχουν εκατέρωθεν της ζωφόρου δύο χάλκινα δελφίνια πάνω σε σιδερένια βάση και χαμηλότερα δύο γυναικείες κεφαλές σε μορφή εμβόλου.

Τα εξαρτήματα και η ζωφόρος του οχήματος έχουν συντηρηθεί και, όπου ήταν δυνατόν, αποκαταστάθηκε η αρχική μορφή τους.

Στην πρώτη από αριστερά παράσταση με την Κερυνίτιδα έλαφο εικονίζεται ο Ηρακλής με δορά, η οποία κρέμεται από το αριστερό του χέρι, με το οποίο κρατά το κέρατο της ελάφου, ενώ με το δεξί χέρι κρατά το ρόπαλο, με το οποίο ετοιμάζεται να χτυπήσει το ζώο. Η έλαφος είναι ανασηκωμένη στα πίσω πόδια της. Η παράσταση στα πλάγια ορίζεται από δύο ημικίονες, με βάση και κιονόκρανο που αποδίδονται με διπλές σπείρες, οι οποίες διακοσμούνται με εγχάρακτη διακόσμηση τύπου ψαροκόκκαλου. Το άνω μισό του κορμού διακοσμείται με εγχαράξεις που αποδίδουν ραβδώσεις, ενώ το κάτω τμήμα είναι αρράβδωτο. Η επίστεψη της παράστασης είναι αετωματική.

Στη δεύτερη παράσταση εικονίζεται ο Ηρακλής γυμνός με τη λεοντή στο κεφάλι, προβάλλει το αριστερό σκέλος, κρατώντας με τα δύο χέρια πάνω από τους ώμους τον Ερυμάνθιο κάπρο. Απέναντί του βρίσκεται ο Ευρυσθέας, ο οποίος από το φόβο του έχει μπει μέσα σε ένα πιθάρι, ανασηκώνοντας τα χέρια του. Η παράσταση και πάλι ορίζεται ένθεν και ένθεν από δύο ημικίονες, όμοιους με τους προηγούμενους, ενώ η επίστεψή της είναι αψιδωτή.


Η τελευταία παράσταση εικονίζει τον Ηρακλή με δορά, η οποία κρέμεται από το αριστερό χέρι, με το οποίο κρατά το τόξο, στοχεύοντας τις Στυμφαλίδες όρνιθες, οι οποίες δεν απεικονίζονται. Το δεξί χέρι είναι λυγισμένο, κοντά στο στήθος, κρατώντας τη χορδή με το φονικό βέλος. Διαγώνια στο στήθος του και πάνω από τον αριστερό ώμο περνά ο ιμάντας της φαρέτρας του. Και πάλι η παράσταση ορίζεται στα άκρα από όμοιους ημικίονες και κλείνει με αψιδωτή επίστεψη.


Η μορφή του Ηρακλή και στις τρεις παραστάσεις είναι ολόγλυφη. Οι υπόλοιπες μορφές ως επί το πλείστον είναι έξεργες, προσαρτημένες επάνω στο χάλκινο έλασμα, το οποίο έχει το ρόλο του βάθους. Αξίζει να σημειωθεί η προσπάθεια του καλλιτέχνη να αποδώσει όσο πιο πιστά γίνεται τις μορφές, κάτι που φαίνεται τόσο στο πρόσωπο του Ηρακλή όσο και στο τρίχωμα του Ερυμάνθιου κάπρου.


Όσον αφορά στο εικονογραφικό μέρος, σημειώνουμε ότι και οι τρεις άθλοι που εικονίζονται έχουν σχέση με σκηνές κυνηγιού. Πιθανότατα, λοιπόν, η επιλογή των θεμάτων να μην ήταν τυχαία και να σχετίζεται με μία από τις αγαπημένες ενασχολήσεις του ιδιοκτήτη του οχήματος. Το κυνήγι αγριογούρουνων ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στην τάξη των ευγενών της ρωμαϊκής περιόδου και τα ζώα αυτά αφθονούν ακόμη και σήμερα στα όρη της Λεκάνης, αμέσως βόρεια της ανασκαφής μας. Προς ενίσχυση αυτής της υπόθεσης, να αναφέρουμε και τη χάλκινη κεφαλή κάπρου, που βρέθηκε στην περιοχή του οχήματος και που κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε λειτουργικό εξάρτημά του και ταυτόχρονα διακοσμητικό στοιχείο.


Από τις ταφές των αλόγων αξίζει να αναφέρουμε ιδιαίτερα τρεις. Η πρώτη, η οποία είναι διπλή, βρίσκεται βόρεια από τα υπολείμματα του τροχοφόρου οχήματος με τις παραστάσεις των τριών άθλων του Ηρακλή. Τα άλογα, από τα οποία σώζεται μόνο ο κορμός τους, είναι πλάγια τοποθετημένα, το ένα με προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ και το δεύτερο, κάθετα προς το πρώτο, με κατεύθυνση ΒΑ-ΝΔ. Τα ευρήματα που συνόδευαν τα δύο άλογα είναι ένας χάλκινος δίσκος, πιθανότατα προσάρτημα της φορβειάς, ένα επίμηκες σιδερένιο στέλεχος και ένας σιδερένιος αναβολέας. Οι δύο σκελετοί είναι πολύ κοντά στη θέση του οχήματος και γι’ αυτό υποθέτουμε ότι ανήκουν στο ζεύγος των αλόγων που το έσερναν.

Η δεύτερη βρέθηκε δίπλα στην προηγούμενη και είναι ξεχωριστή λόγω της στάσης του αλόγου και του ομφάλιου της ασπίδας που έφερε. Το άλογο είναι τοποθετημένο σε οκλάζουσα στάση, με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Τα 2 μπροστινά σκέλη βρίσκονται διπλωμένα κάτω από το στέρνο του ζώου, ενώ τα οπίσθια σκέλη είναι λυγισμένα ομοιόμορφα και εξέχουν από τον κορμό. Η κεφαλή είναι όρθια τοποθετημένη, με ελαφρά κλίση προς τα αριστερά, και σε αυτήν σώζονται τμήματα από την περίτεχνη φορβειά, με χιόσχημα και καρδιόσχημα προσαρτήματα. Ίσως είναι από τις πλέον παραστατικές ταφές που έχουμε βρει μέχρι σήμερα, όσον αφορά στη στάση των αλόγων. Σημαντικότατο εύρημα είναι το ομφάλιο ασπίδας, το οποίο βρέθηκε λοξά τοποθετημένο στα καπούλια του αλόγου. Προφανώς αυτή θα ήταν και η θέση της ασπίδας, της οποίας τα φθαρτά υλικά δεν σώθηκαν. Πρόκειται για έναν χάλκινο δίσκο, ο οποίος έχει διάμετρο 19 εκατοστά και σε 4 σημεία τελείως διαμετρικά έχει μικρές οπές στερέωσης. Στο κέντρο εξέχει κυλινδρικό τμήμα το οποίο φέρει ημισφαιρική επίστεψη με αμυγδαλοειδές οξυκόρυφο έξαρμα στην κορυφή. Πάνω στο δίσκο υπάρχει σφράγισμα, όπου διακρίνεται η αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή RCATO, που ανήκει μάλλον στη σφραγίδα του εργαστηρίου. Στο ομφάλιο υπάρχει και δεύτερη επιγραφή, στικτή, η οποία αναγράφει T. GAI SITA. Η ταφή του αλόγου συνοδευόταν από 2 σιδερένιες αιχμές δοράτων.

Η στικτή επιγραφή που υπάρχει στο ομφάλιο της ασπίδας πιθανότατα αναγράφει σε γενική κτητική το όνομα του ιδιοκτήτη της, ο οποίος πρέπει να είναι και ο ιδιοκτήτης του οχήματος 1. Πρόκειται για ευγενή Θράκα, Ρωμαίο πολίτη, του οποίου το όνομα είναι Τ. Gaius Sitas. Το Σιτάς είναι γνωστό Θρακικό όνομα, ενώ τα Τ. (Τitus) και Gaius είναι τιμητικά ρωμαϊκά ονόματα. Τα ταφικά δεδομένα, τα οποία καταδεικνύουν ότι ο νεκρός ήταν μέλος της ανώτερης κοινωνικής τάξης της εποχής, της αριστοκρατίας, και η λήψη των τιμητικών ρωμαϊκών ονομάτων, όπως στην περίπτωση της τιμητικής επιγραφής 33 Στρατηγών της Θράκης στον Επίτροπο Μάρκο Ουέττιο Μάρκελλο, που προέρχεται από τον Παράδεισο, 6 χλμ ΒΑ από την ανασκαφή μας, μας οδηγούν στην υπόθεση ότι μάλλον κατείχε ανώτερη διοικητική θέση στη θρακική στρατηγία της Σαπαϊκής στον κάτω ρου του Νέστου και αναρωτιόμαστε αν θα ήταν υπερβολή να υποθέσουμε ότι κατείχε την ανώτατη, δηλαδή του Στρατηγού. Η Σαπαϊκή ως στρατηγία (διοικητική περιφέρεια) της Θράκης στο διάστημα που διοικείται από Επίτροπο, από τη μετατροπή της σε επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 46 μ.Χ έως τον Τραϊανό στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ., αναφέρεται από τον Πτολεμαίο, ο οποίος μνημονεύει ονομαστικά και άλλες 13 στρατηγίες, σε αντίθεση με τον Πλίνιο, που αναφέρει 50, χωρίς να τις κατονομάζει.
Εκτός από τον Μάρκο Ουέττιο Μάρκελλο, γνωστοί είναι άλλοι δύο Επίτροποι της Θράκης, ο T. Julius Ustus και ο Q. Vettidius Bassus. Ο πρώτος είναι αρχαιότερος από τους άλλους δύο και η επιτροπία του στη Θράκη πρέπει να τοποθετηθεί στο διάστημα 46-60 μ.Χ., ενώ των άλλων δύο χρονολογείται στο 61 και στο 88 μ.Χ. αντίστοιχα. Υποθέτουμε ότι ο Σιτάς λαμβάνει το Τ. (Titus) από τον δεύτερο Επίτροπο, ενώ το Gaius από τη δυναστεία του Αυγούστου (Gaius Julius Caesar Octavianus, Gaius και Gaius Caesar Caligula). Εάν η υπόθεσή μας είναι σωστή, τότε διετέλεσε Στρατηγός ή ανώτερος αξιωματούχος στο διάστημα μετά το 61 μ.Χ. Ο ενταφιασμός του μακριά από την έδρα της στρατηγίας προφανώς έχει σχέση με την καταγωγή του από τον οικισμό στον οποίο ανήκει το νεκροταφείο μας.

Ανατολικότερα από τις προηγούμενες ταφές, εντοπίστηκε η τρίτη ταφή, η οποία όπως και η πρώτη ήταν διπλή. Τα άλογα είναι πλάγια τοποθετημένα, με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ, με τις κεφαλές στραμμένες προς τα δυτικά. Και τα δύο έχουν τους χαλινούς τους, καθώς και άλλα αντικείμενα της ιπποσκευής. Επίσης, σημαντικό εύρημα είναι ένα χάλκινο αντικείμενο, με αλυσίδες προσάρτησης, το οποίο φέρει στο κέντρο του αμυγδαλόσχημο οξυκόρυφο έξαρμα και λόγω της θέσης που βρέθηκε (δίπλα σε ένα από τα κρανία) το χαρακτηρίζουμε ως προμετωπίδιο. Τα άλογα αυτά θα έσερναν ένα δεύτερο όχημα, από το οποίο διασώθηκαν μόνο ένα σιδερένιο επίσωτρο τροχού, διαμέτρου 1μ. και δύο σιδερένιες πλήμνες. Κάποια άλλα χάλκινα και σιδερένια λειτουργικά εξαρτήματα πρέπει να ανήκουν στο όχημα και ορισμένα πιθανόν στην ιπποσκευή των αλόγων. Αυτό το δεύτερο όχημα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς κατά τα παρελθόν, πιθανότατα από παλαιότερες γεωργικές εργασίες και λαθρανασκαφικές δραστηριότητες.

Εκτός από τις ταφές, εντοπίστηκε και ένα ακόμα κτήριο, ορθογώνιο και μονόχωρο, που βρίσκεται ακριβώς έξω από το νεκροταφείο. Το συγκεκριμένο κτήριο (Β) εντοπίστηκε στο επίπεδο των θεμελίων, με εξωτερικές διαστάσεις 8 x 5,5μ. και εσωτερικές 4,70 x 3,70μ. Είναι κατασκευασμένο από αργούς λίθους, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με κονίαμα. Οι τοίχοι έχουν μεγάλο πάχος, κάτι το οποίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η ανωδομή του θα είχε μεγάλο ύψος, και γι’ αυτό το λόγο δημιουργήθηκαν τόσο ισχυρά θεμέλια. Πιθανόν να πρόκειται για πυργόσχημη κατασκευή, η οποία κτίστηκε στο συγκεκριμένο σημείο, ίσως για τη φύλαξη της νεκρόπολης, η οποία φιλοξενούσε εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας μαζί με τα, επίσης εξέχοντα και πολύτιμα, αντικείμενά τους.

Η ανασκαφή στο Λιθοχώρι έχει ολοκληρωθεί, όσον αφορά στη ζώνη απαλλοτρίωσης της Εγνατίας οδού. Είναι γεγονός ότι πρόκειται για μια σημαντικότατη θέση στην ανατολική πλευρά του Νομού Καβάλας, η οποία έχει ανασκαφεί ελάχιστα. Η ΙΗ΄ ΕΠΚΑ, εκτιμώντας τη σπουδαιότητα και μοναδικότητα των αρχαιοτήτων στον αριστερό παράδρομο της Εγνατίας οδού, εισηγήθηκε στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, το οποίο και γνωμοδότησε τη διατήρησή τους και τη δημιουργία ενός κλειστού επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου. Η δημιουργία αυτού του αρχαιολογικού χώρου ευελπιστούμε ότι θα αποτελέσει την απαρχή μιας προσπάθειας για την έρευνα και ανάδειξη και άλλων αρχαιολογικών θέσεων της ευρύτερης περιοχής, κυρίως δε του τυχόν υπόλοιπου νεκροταφείου, άλλων νεκροπόλεων και του ίδιου του οικισμού.


Β. Πούλιος, Δ.-Δ. Μεγγίδης, Ε. Κοσμίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια: