Εκατόν δύο χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την απελευθέρωση του Παγγαίου από τον Οθωμανικό ζυγό. Πολλά συνέβησαν εκείνες τις μέρες του Οκτωβρίου του 1912, όταν οι Έλληνες της περιοχής αποκτούσαν την ελευθερία τους μετά από πέντε αιώνες σκλαβιάς.
Όπως αναφέρει σε μια καταγραφή του, ο τότε δημοδιδάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Παλαιοχωρίου Ξενοφών Μαλαμίδης, από την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου στις 5 Οκτωβρίου 1912, όλοι οι Έλληνες της επαρχίας Παγγαίου, «με αγωνίαν παρηκολουθούμεν τας επιχειρήσεις και με ανεκλάλητον χαράν επληροφορούμεθα την πρόοδον και τας νίκας των Ελληνικών Στρατευμάτων». Ήδη, όπως αναφέρει, το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, οι κάτοικοι της περιοχής άρχισαν να επεξεργάζονται τρόπους για να συμμετάσχουν στον αγώνα για την ελευθερία. Τα πράγματα γίνονταν δυσκολότερα αφού την περιοχή, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιβουλεύονταν και οι Βούλγαροι, οι οποίοι ήδη κατευθύνονταν προς τη Δράμα.
Παρ’ όλα αυτά ομάδα Ελλήνων προσκόπων με αρχηγό τον οπλαρχηγό καπετάν Δούκα Ζέρβα, εγκαταστάθηκε στο Ροδολείβος και είχε επαφή με τον Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως και αργότερα εθνομάρτυρα Γερμανό, προκειμένου να κατευθυνθεί προς την Ελευθερούπολη και να απελευθερώσει ολόκληρη την επαρχία Παγγαίου.
Τις επόμενες ημέρες η Δράμα έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων και αυτό ανάγκασε τον Μητροπολίτη Γερμανό να παροτρύνει τον καπετάν Δούκα Ζέρβα για να επισπεύσει την κατάληψη της Ελευθερούπολης για να μην τον προλάβουν οι Βούλγαροι. Παρ’ όλα αυτά ο καπετάν Δούκας ήταν επιφυλακτικός μια και δεν είχε ισχυρή δύναμη.
Στις 15 Οκτωβρίου, Βούλγαροι κομιτατζήδες εισήλθαν στην Καβάλα και άρχισαν να σκοτώνουν και να ληστεύουν πλούσιους Οθωμανούς. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις και φοβούμενος μήπως οι Βούλγαροι φθάσουν στην Ελευθερούπολη πριν από τους Έλληνες, ο Μητροπολίτης Γερμανός απέστειλε στο Ροδολείβος τον ιερέα Νικόλαο Οικονόμου, με επιστολή του προς τον καπετάν Δούκα Ζέρβα να σπεύσει να καταλάβει την πόλη.
Έτσι, στις 17 Οκτωβρίου, ο οπλαρχηγός ξεκίνησε από το Ροδολείβος με κατεύθυνση την Ελευθερούπολη, και στο πέρασμα του αφόπλιζε τα τουρκικά αποσπάσματα. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι οι κάτοικοι του Παλαιοχωρίου, μόλις έμαθαν ότι ο καπετάν Δούκας Ζέρβας φτάνει στην περιοχή, αφόπλισαν τους Οθωμανούς και οπλισμένοι πλέον κατευθύνθηκαν στην κεντρική οδό για να προϋπαντήσουν το τμήμα του οπλαρχηγού, και στη συνέχεια όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς την Ελευθερούπολη, όπου, στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο «Αμβράζη», τους υποδέχθηκαν οι τουρκικές πολιτικές αρχές και συγκεκριμένα ο έπαρχος, ο οικονομικός έφορος, ο αστυνόμος κλπ, «κομίζοντες άρτον και άλας επί δίσκου, ως και ξίφος ανεστραμμένον». Εκεί βρίσκονταν ο Μητροπολίτης Γερμανός με τους ιερείς που φορούσαν τα άμφια τους, οι μαθητές των σχολείων, η φιλαρμονική μουσική και όλος ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης. «Οι κώδωνες της εκκλησίας κρούουν χαρμοσύνως, η φιλαρμονική μουσική παιανίζει τον Εθνικόν Ύμνον και διάφορα εμβατήρια. Οι μαθηταί και μαθήτριαι άδωσι πατριωτικά άσματα. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά κλαίουν από χαρά και ανεκλάλητον ενθουσιασμόν Ελληνικαί σημαίαι ανεπετάσθησαν εις πλείστα οικήματα. Η χαρά του λαού είναι αδύνατον να περιγραφεί», παρατηρεί ο Ξ. Μαλαμίδης.
Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης αφού ασπάστηκε τον οπλαρχηγό οδήγησε την πομπή προς το διοικητήριο της πόλης, όπου και ο καπετάν Δούκας εγκαθίσταται στην μέχρι τότε έδρα του Τούρκου έπαρχου.
Δυστυχώς, τέσσερις μέρες μετά οι Βούλγαροι που βρίσκονταν στην Καβάλα πληροφορήθηκαν ότι στην Ελευθερούπολη δεν υπάρχει τακτικός στρατός και με μια διμοιρία στρατού έφτασαν στην πόλη και εκδίωξαν τον καπετάν Δούκα. Μετά από αυτά, τις παραμονές των Χριστουγέννων, έφτασε στην περιοχή ο ελληνικός στρατός που απελευθέρωσε με μάχες τα χωριά του Παγγαίου, ενώ η Ελευθερούπολη έμεινε στα χέρια των Βουλγάρων μέχρι τις 26 Ιουνίου 1913, οπότε και αποβιβάστηκε ελληνικός στρατός στην Καβάλα για να απελευθερωθεί ολόκληρη η Μακεδονία".
Όπως αναφέρει σε μια καταγραφή του, ο τότε δημοδιδάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Παλαιοχωρίου Ξενοφών Μαλαμίδης, από την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου στις 5 Οκτωβρίου 1912, όλοι οι Έλληνες της επαρχίας Παγγαίου, «με αγωνίαν παρηκολουθούμεν τας επιχειρήσεις και με ανεκλάλητον χαράν επληροφορούμεθα την πρόοδον και τας νίκας των Ελληνικών Στρατευμάτων». Ήδη, όπως αναφέρει, το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, οι κάτοικοι της περιοχής άρχισαν να επεξεργάζονται τρόπους για να συμμετάσχουν στον αγώνα για την ελευθερία. Τα πράγματα γίνονταν δυσκολότερα αφού την περιοχή, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιβουλεύονταν και οι Βούλγαροι, οι οποίοι ήδη κατευθύνονταν προς τη Δράμα.
Παρ’ όλα αυτά ομάδα Ελλήνων προσκόπων με αρχηγό τον οπλαρχηγό καπετάν Δούκα Ζέρβα, εγκαταστάθηκε στο Ροδολείβος και είχε επαφή με τον Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως και αργότερα εθνομάρτυρα Γερμανό, προκειμένου να κατευθυνθεί προς την Ελευθερούπολη και να απελευθερώσει ολόκληρη την επαρχία Παγγαίου.
Τις επόμενες ημέρες η Δράμα έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων και αυτό ανάγκασε τον Μητροπολίτη Γερμανό να παροτρύνει τον καπετάν Δούκα Ζέρβα για να επισπεύσει την κατάληψη της Ελευθερούπολης για να μην τον προλάβουν οι Βούλγαροι. Παρ’ όλα αυτά ο καπετάν Δούκας ήταν επιφυλακτικός μια και δεν είχε ισχυρή δύναμη.
Στις 15 Οκτωβρίου, Βούλγαροι κομιτατζήδες εισήλθαν στην Καβάλα και άρχισαν να σκοτώνουν και να ληστεύουν πλούσιους Οθωμανούς. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις και φοβούμενος μήπως οι Βούλγαροι φθάσουν στην Ελευθερούπολη πριν από τους Έλληνες, ο Μητροπολίτης Γερμανός απέστειλε στο Ροδολείβος τον ιερέα Νικόλαο Οικονόμου, με επιστολή του προς τον καπετάν Δούκα Ζέρβα να σπεύσει να καταλάβει την πόλη.
Έτσι, στις 17 Οκτωβρίου, ο οπλαρχηγός ξεκίνησε από το Ροδολείβος με κατεύθυνση την Ελευθερούπολη, και στο πέρασμα του αφόπλιζε τα τουρκικά αποσπάσματα. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι οι κάτοικοι του Παλαιοχωρίου, μόλις έμαθαν ότι ο καπετάν Δούκας Ζέρβας φτάνει στην περιοχή, αφόπλισαν τους Οθωμανούς και οπλισμένοι πλέον κατευθύνθηκαν στην κεντρική οδό για να προϋπαντήσουν το τμήμα του οπλαρχηγού, και στη συνέχεια όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς την Ελευθερούπολη, όπου, στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο «Αμβράζη», τους υποδέχθηκαν οι τουρκικές πολιτικές αρχές και συγκεκριμένα ο έπαρχος, ο οικονομικός έφορος, ο αστυνόμος κλπ, «κομίζοντες άρτον και άλας επί δίσκου, ως και ξίφος ανεστραμμένον». Εκεί βρίσκονταν ο Μητροπολίτης Γερμανός με τους ιερείς που φορούσαν τα άμφια τους, οι μαθητές των σχολείων, η φιλαρμονική μουσική και όλος ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης. «Οι κώδωνες της εκκλησίας κρούουν χαρμοσύνως, η φιλαρμονική μουσική παιανίζει τον Εθνικόν Ύμνον και διάφορα εμβατήρια. Οι μαθηταί και μαθήτριαι άδωσι πατριωτικά άσματα. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά κλαίουν από χαρά και ανεκλάλητον ενθουσιασμόν Ελληνικαί σημαίαι ανεπετάσθησαν εις πλείστα οικήματα. Η χαρά του λαού είναι αδύνατον να περιγραφεί», παρατηρεί ο Ξ. Μαλαμίδης.
Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης αφού ασπάστηκε τον οπλαρχηγό οδήγησε την πομπή προς το διοικητήριο της πόλης, όπου και ο καπετάν Δούκας εγκαθίσταται στην μέχρι τότε έδρα του Τούρκου έπαρχου.
Δυστυχώς, τέσσερις μέρες μετά οι Βούλγαροι που βρίσκονταν στην Καβάλα πληροφορήθηκαν ότι στην Ελευθερούπολη δεν υπάρχει τακτικός στρατός και με μια διμοιρία στρατού έφτασαν στην πόλη και εκδίωξαν τον καπετάν Δούκα. Μετά από αυτά, τις παραμονές των Χριστουγέννων, έφτασε στην περιοχή ο ελληνικός στρατός που απελευθέρωσε με μάχες τα χωριά του Παγγαίου, ενώ η Ελευθερούπολη έμεινε στα χέρια των Βουλγάρων μέχρι τις 26 Ιουνίου 1913, οπότε και αποβιβάστηκε ελληνικός στρατός στην Καβάλα για να απελευθερωθεί ολόκληρη η Μακεδονία".
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Την εποχή εκείνη τα γεγονότα εξελισσόταν ραγδαία. Μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας της περιοχής στα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων έγινε το 2012, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της περιοχής, για τις οποίες συνεργάστηκαν όλοι οι τοπικοί φορείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου