Σχεδόν πεντέμισι αιώνες πριν, στις 29 Μαίου 1453, ένα κεφάλαιο της ιστορίας έκλεισε αλλά συγχρόνως άνοιξε και ένα καινούριο. Η πτώση της Πόλης, όπου 7.000 γενναίοι πολεμιστές αντιμετώπισαν περισσότερους από 300.000 αντιπάλους, είναι ένα από τα μεγάλα έπη της παγκόσμιας ιστορίας, που μένει θαμμένο για αιώνες.
«Κλείω τας πύλας της πόλεώς μου» είπε αποφασισμένος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, και άρχισε την προετοιμασία του πολέμου. Έστειλε τον Γεώργιο Φραντζή να καταγράψει πόσους πολεμιστές διέθεταν. Ο αριθμός ήταν οικτρός: 4.937, συν δύο χιλιάδες οι ξένοι, ήταν όλοι κι όλοι οι μάχιμοι, τη στιγμή που στο στρατόπεδο του Μωάμεθ υπήρχαν 258.000 μάχιμοι, ενώ στο λιμάνι του Κεράτιου υπήρχαν μόνον εννέα πλοία.
Στις 2 Απριλίου, την επόμενη του Πάσχα, όλος αυτός ο σερνάμενος όγκος του στρατού του Μωάμεθ στρατοπέδευε έξω από τα τείχη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου, στην θρακική πεδιάδα, ενώ παράλληλα κατέπλεαν και τα τετρακόσια πλοία του στόλου, άλλα κατέβαιναν από τον Βόσπορο και άλλα ανέβαιναν από τα Δαρδανέλλια διασχίζοντας τη θάλασσα του Μαρμαρά. Την ίδια ημέρα ο αυτοκράτορας έδεσε την αλυσίδα στον Κεράτιο και έχτισε από μέσα όλες τις στρατιωτικές πύλες, διανέμοντας παράλληλα τους υπερασπιστές στα επίμαχα σημεία των τειχών.
Από ένα σημείο και μετά ο αγώνας των υπερασπιστών της Πόλης μοιάζει να ξεφεύγει από τον χώρο της ιστορίας και να περνά στο χώρο του θρύλου. Ήταν οι ίδιες οι μέρες που άρχισαν να εμφανίζονται τα σημάδια από τις παλιές προφητείες που προμήνυαν το τέλος. Όπως η προφητεία που έλεγε ότι η Πόλη θα πέσει μόνον όταν η σελήνη «καίτοι γεμάτη, φανεί λειψή στον δίσκο της». Και η σελήνη χάθηκε, 24 Μαίου, ημέρα της πανσελήνου, γεμίζοντας τρόμο τις καρδιές των ανθρώπων που γνώριζαν την προφητεία. Ή όπως «το φως το εξ ουρανού» που αναφέρει και ο ίδιος ο Φραντζής: «Φως αστράπτον, γράφει, κατεβαίνον εξ ουρανού και δι’ όλης της νυκτός έσκεπεν αυτής…». Το φως αυτό φάνηκε για πρώτη φορά τη Μεγάλη Παρασκευή 30 Μαρτίου, στη λιτάνευση του Επιταφίου. Την ημέρα εκείνη η στρατιά του Μωάμεθ είχε κατέβει ήδη στους λόφους πίσω από τον Βόσπορο, και προχωρούσε σερνάμενη προς τη θρακική πεδιάδα. Λοιπόν εκείνο το βράδυ φάνηκε στον ουρανό το παράξενο φως. Άπλωσε τις αχτίδες του πάνω στη Βασιλεύουσα, σαν να τη σκέπασε, και ύστερα στάθηκε πάνω από την Αγια-Σοφιά. Όλη νύχτα. Αυτό συνεχίστηκε όλες τις ημέρες της πολιορκίας, έως τις 26 Μαίου, ημέρα Σάββατο. Το φως κατέβηκε πάλι την ίδια ώρα, στάθηκε πάνω από την Πόλη και την Αγια-Σοφιά και ύστερα διασκορπίστηκε αργά και χάθηκε. Και σκότος μέγα κάλυψε τα πάντα. Και τρόμος μέγας γέμισε τις ψυχές.
Τη νύχτα εκείνη, πριν διασκορπιστεί το φως, ο Μωάμεθ είχε σχεδόν πάρει την απόφαση να λύσει την πολιορκία και να φύγει, αφού επί 53 ημέρες σκληρών αγώνων με τίποτα δεν μπόρεσε να κάμψει τους υπερασπιστές της Πόλης. Όμως πάνω απ’ όλα φοβόταν το φως, το θαύμα. Εκείνο το βράδυ, στις 26 Μαίου, είχε καλέσει όλους τους προφήτες του να του δώσουν εξήγηση τι σημαίνει αυτό το φως. Ο Γεώργιος Φραντζής; γράφει ότι ο Μωάμεθ σκεφτόταν: «επί την αύριον εγερθήναι και την πολιορκίαν λύσαι».όμως εκείνη τη στιγμή που έπαιρναν την απόφαση να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν, κοιτάζουν προς τον ουρανό και το φως διασκορπιζόταν αργά, χανόταν.
«Και ο στέφανος ο αδαμάντινος εναπόκειται υμίν και μνήμη αιώνιος και άξιος έσεται εν τω κόσμω τούτω», ήταν τα λόγια του αυτοκράτορα, στην τελευταία του ομιλία, λίγο μετά την απάντηση που έδωσε στον Μωάμεθ: «Την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Ήταν η στιγμή του μεγαλείου και της θυσίας, η στιγμή που η ψυχή ανυψώνεται τραγική, για να αναμετρηθεί με το αδύνατο.
Τη νύχτα της Δευτέρας 28 Μαίου, οι υπερασπιστές της Πόλης που είχαν απομείνει. Ύστερα από 56 ημέρες πολιορκίας, μαζεύτηκαν στην Αγια-Σοφιά για την τελευταία λειτουργία. Βυζαντινοί, Γενοβέζοι, Βενετσιάνοι και όσοι άλλοι είχαν απομείνει ένωσαν τη σκέψη τους στην τελευταία προσευχή.
Πριν ξεκινήσουν για τα τείχη, με δάκρυα στα μάτια, αγκαλιάστηκαν όλοι για τελευταία φορά κάτω από τον θόλο της μεγάλης εκκλησίας. Κατόπιν προχώρησαν για τις θέσεις που θα κρατούσε ο καθένας πριν από τη μεγάλη επίθεση. Τοποθετημένοι στις επάλξεις του μεγάλου έξω τείχους, κλείδωσαν πίσω τους όλες τις πύλες του μικρού έσω τείχους, που θα τους άφηνε ανοιχτούς τους δρόμους της οπισθοχώρησης.
Δημοσιεύτηκε στην "Εβδόμη", στις 29-5-2001
Οι φωτογραφίες ελήφθησαν τον Ιούνιο του 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου