Το φορτηγό της μεταφορικής «Ο Ηρακλής», που είχε μισθώσει το γερμανικό κράτος, έφτασε την Πέμπτη το μεσημέρι στην οδό Τοσίτσα στα Εξάρχεια. Το μακρύ ταξίδι που είχε ξεκινήσει επτά ημέρες νωρίτερα από το μουσείο «Πφάλμπαουτεν» στη λίμνη της Κωνσταντίας στη νότια Γερμανία μόλις ολοκληρωνόταν στην πλαϊνή είσοδο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
«Καλώς τα δεχτήκαμε» φώναξε ο διευθυντής του Μουσείου και υπέγραψε το χαρτί παραλαβής των 23 μικρών κιβωτίων. Μέσα σε αυτά, πάνω από 10.000 αρχαία αντικείμενα, κυρίως όστρακα και κομμάτια από αγγεία της νεολιθικής περιόδου, που επέστρεφαν στην Ελλάδα ύστερα από επτά δεκαετίες. Το 1941 είχαν κάνει ένα ανάλογο μεγάλο ταξίδι: από το χώμα της Θεσσαλίας, απ’ όπου είχαν ανασκαφεί, μέχρι τη Γερμανία, όπου είχαν φυγαδευτεί, ως λεία πολέμου.
Μαθαίνοντας τις άγνωστες μέχρι σήμερα λεπτομέρειες της συναρπαστικής αυτής ιστορίας που φέρνει στο φως η «Κ», θα μπορούσε κανείς να πει πως η αναζήτηση των αρχαίων αυτών ξεκίνησε «κατά τύχη» στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Τότε, μια νεαρή Ελληνίδα φοιτήτρια αρχαιολογίας, η Αγγέλικα Ντούζουγλη, σπούδαζε στην Χαϊδελβέργη και ο καθηγητής της, της ανέθεσε για διατριβή, τη μελέτη της ανασκαφής «Μαγούλα Βισβίκη» στη Θεσσαλία.
«Δεν ήξερα τίποτα για τη συγκεκριμένη ανασκαφή» λέει σήμερα η ίδια στην «Κ». «Ψάχνοντας βρήκα πως επρόκειτο για ανασκαφή του διάσημου Γερμανού αρχαιολόγου και μέλους του ναζιστικού κόμματος Χανς Ράινερτ τον Οκτώβριο του ’41».
Το μοναδικό καταγεγραμμένο στοιχείο ήταν ένα σκίτσο του ίδιου του Ράινερτ στο ναζιστικό περιοδικό «Ο Λαϊκός παρατηρητής», που αποτύπωνε ένα ολόκληρο Μέγαρο στη θέση της ανασκαφής. Όμως με το πέρας της ανασκαφής το 1942, οι Γερμανοί είχαν διαλύσει τα οικοδομικά λείψανα, ενώ τα όποια ευρήματα τα είχαν -θεωρητικά- μεταφέρει στο μουσείο του Βόλου.
Η αποκάλυψη
Όταν στη δίκη της Νυρεμβέργης αποκαλύφθηκε πως οι Γερμανοί είχαν φυγαδεύσει από την Ελλάδα χιλιάδες αρχαία αντικείμενα, πολλά επεστράφησαν. Μέσα σε αυτά και δύο κούτες με αρχαία από τη «Μαγούλα Βισβίκη», που αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Όταν το έμαθε αυτό η Α. Ντούζουγλη, «εγκαταστάθηκε» στο Μουσείο και για δύο χρόνια μελέτησε τα ευρήματα με την ελπίδα να μάθει περισσότερα για εκείνη την ανασκαφή. Δεν κατάφερε όμως ποτέ να ολοκληρώσει τη διατριβή.
«Ένιωθα έκτοτε πως είχα αφήσει μια εκκρεμότητα, κρατούσα πάντα κοντά μου το αρχείο και στον ελεύθερο χρόνο μου αναζητούσα κάποιον επιζώντα από τη γερμανική αποστολή ή οποιαδήποτε άλλη νέα πληροφορία». Έτσι εντόπισε στη Στουτγκάρδη τον Χένρι Ντιρ, τον φωτογράφο της γερμανικής αρχαιολογικής ομάδας, ο οποίος, μετανιωμένος για το ναζιστικό του παρελθόν, της μίλησε για την αποστολή τους στην Κατοχή: τη δημιουργία μια νέας θεωρίας για την καταγωγή των αρχαίων Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία οι Άριοι ήταν πρόγονοί τους και είχαν αποικίσει προϊστορικά τον ελληνικό χώρο πριν από αυτούς. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ίσχυε και δεν αποδείχθηκε ποτέ.
Η πραγματική αποκάλυψη για την Α. Ντούζουγλη ήταν άλλη: όπως της εξομολογήθηκε ο Ντιρ, ακολουθώντας τις εντολές του Ράινερτ, ήταν ένας από τους ανθρώπους που φυγάδευσαν αμέτρητα αρχαία αντικείμενα στη Γερμανία. Αρχαία, που ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε πού είχαν καταλήξει.
Η αναζήτηση
Με την πτώση του Τείχους ήρθαν στο φως τα καλά κρυμμένα αρχεία των ανασκαφών της κατοχής. Η Αγγέλικα Ντούζουγλη, γνωρίζοντας πως ίσως εκεί θα έβρισκε τις απαντήσεις που τόσα χρόνια έψαχνε, ζήτησε τη βοήθεια μιας Αυστριακής συναδέλφου της, της Εύα Αλραμ και από το 2009 με τη χρηματοδότηση ενός αμερικανικού Ινστιτούτου ξεκίνησαν να δουλεύουν από κοινού για την ολοκλήρωση της έρευνας για την ανασκαφή «Μαγούλα Βισβίκη».
Μέχρι που το 2010 μια νέα ανακάλυψη ήρθε να αλλάξει εκ νέου τα δεδομένα. «Αγγέλικα δεν θα το πιστέψεις» - στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου ήταν η Άλραμ. «Μόλις βρήκαμε και άλλο υλικό!». Η Αυστριακή αρχαιολόγος είχε μόλις εντοπίσει τις κούτες με τα αρχαία αντικείμενα που είχαν φυγαδευτεί από τον νεαρό Γερμανό φωτογράφο και είχαν καταλήξει στο μικρό υπαίθριο μουσείο «Πφάλμπαουτεν» που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Ράινερτ.
Και σε άλλα μουσεία
Ο νυν διευθυντής του γερμανικού μουσείου, Γκούντερ Σέμπελ, ήταν από την πρώτη στιγμή θετικός να επιστραφούν τα αρχαία. Με δική του πρωτοβουλία επικοινώνησε με τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού.
«Μπορεί τα αντικείμενα να φαντάζουν ταπεινά, αλλά η επιστροφή τους είναι συμβολική και υψίστης σημασίας», εξηγεί η κ. Μαρία Βλαζάκη, γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. «Θεωρούμε πως θα είναι προάγγελος πολλών άλλων αρχαίων που περιμένουμε να πάρουμε από διάφορα μουσεία που επίσης είχαν απομακρυνθεί στη γερμανική κατοχή ως λεία πολέμου».
Στην ίδια εκδήλωση τα στελέχη της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης θα παρουσιάσουν και την επικαιροποίηση του βιβλίου «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής», στο οποίο είχαν καταγραφεί το 1946 όλα τα αρχαία τα οποία θεωρούνταν κλεμμένα από τις γερμανικές, ιταλικές και βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής.
«Ο πραγματικός άθλος ξεκινάει τώρα» λέει η κ. Βλαζάκη. «Πρέπει να εντοπιστούν όλα τα κλοπιμαία και να επιστραφούν στη χώρα μας».
(Πηγή: Μ. Κακαουνάκη, Καθημερινή, Ἔρρωσο)
«Καλώς τα δεχτήκαμε» φώναξε ο διευθυντής του Μουσείου και υπέγραψε το χαρτί παραλαβής των 23 μικρών κιβωτίων. Μέσα σε αυτά, πάνω από 10.000 αρχαία αντικείμενα, κυρίως όστρακα και κομμάτια από αγγεία της νεολιθικής περιόδου, που επέστρεφαν στην Ελλάδα ύστερα από επτά δεκαετίες. Το 1941 είχαν κάνει ένα ανάλογο μεγάλο ταξίδι: από το χώμα της Θεσσαλίας, απ’ όπου είχαν ανασκαφεί, μέχρι τη Γερμανία, όπου είχαν φυγαδευτεί, ως λεία πολέμου.
Μαθαίνοντας τις άγνωστες μέχρι σήμερα λεπτομέρειες της συναρπαστικής αυτής ιστορίας που φέρνει στο φως η «Κ», θα μπορούσε κανείς να πει πως η αναζήτηση των αρχαίων αυτών ξεκίνησε «κατά τύχη» στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Τότε, μια νεαρή Ελληνίδα φοιτήτρια αρχαιολογίας, η Αγγέλικα Ντούζουγλη, σπούδαζε στην Χαϊδελβέργη και ο καθηγητής της, της ανέθεσε για διατριβή, τη μελέτη της ανασκαφής «Μαγούλα Βισβίκη» στη Θεσσαλία.
«Δεν ήξερα τίποτα για τη συγκεκριμένη ανασκαφή» λέει σήμερα η ίδια στην «Κ». «Ψάχνοντας βρήκα πως επρόκειτο για ανασκαφή του διάσημου Γερμανού αρχαιολόγου και μέλους του ναζιστικού κόμματος Χανς Ράινερτ τον Οκτώβριο του ’41».
Το μοναδικό καταγεγραμμένο στοιχείο ήταν ένα σκίτσο του ίδιου του Ράινερτ στο ναζιστικό περιοδικό «Ο Λαϊκός παρατηρητής», που αποτύπωνε ένα ολόκληρο Μέγαρο στη θέση της ανασκαφής. Όμως με το πέρας της ανασκαφής το 1942, οι Γερμανοί είχαν διαλύσει τα οικοδομικά λείψανα, ενώ τα όποια ευρήματα τα είχαν -θεωρητικά- μεταφέρει στο μουσείο του Βόλου.
Η αποκάλυψη
Όταν στη δίκη της Νυρεμβέργης αποκαλύφθηκε πως οι Γερμανοί είχαν φυγαδεύσει από την Ελλάδα χιλιάδες αρχαία αντικείμενα, πολλά επεστράφησαν. Μέσα σε αυτά και δύο κούτες με αρχαία από τη «Μαγούλα Βισβίκη», που αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Όταν το έμαθε αυτό η Α. Ντούζουγλη, «εγκαταστάθηκε» στο Μουσείο και για δύο χρόνια μελέτησε τα ευρήματα με την ελπίδα να μάθει περισσότερα για εκείνη την ανασκαφή. Δεν κατάφερε όμως ποτέ να ολοκληρώσει τη διατριβή.
«Ένιωθα έκτοτε πως είχα αφήσει μια εκκρεμότητα, κρατούσα πάντα κοντά μου το αρχείο και στον ελεύθερο χρόνο μου αναζητούσα κάποιον επιζώντα από τη γερμανική αποστολή ή οποιαδήποτε άλλη νέα πληροφορία». Έτσι εντόπισε στη Στουτγκάρδη τον Χένρι Ντιρ, τον φωτογράφο της γερμανικής αρχαιολογικής ομάδας, ο οποίος, μετανιωμένος για το ναζιστικό του παρελθόν, της μίλησε για την αποστολή τους στην Κατοχή: τη δημιουργία μια νέας θεωρίας για την καταγωγή των αρχαίων Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία οι Άριοι ήταν πρόγονοί τους και είχαν αποικίσει προϊστορικά τον ελληνικό χώρο πριν από αυτούς. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ίσχυε και δεν αποδείχθηκε ποτέ.
Η πραγματική αποκάλυψη για την Α. Ντούζουγλη ήταν άλλη: όπως της εξομολογήθηκε ο Ντιρ, ακολουθώντας τις εντολές του Ράινερτ, ήταν ένας από τους ανθρώπους που φυγάδευσαν αμέτρητα αρχαία αντικείμενα στη Γερμανία. Αρχαία, που ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε πού είχαν καταλήξει.
Η αναζήτηση
Με την πτώση του Τείχους ήρθαν στο φως τα καλά κρυμμένα αρχεία των ανασκαφών της κατοχής. Η Αγγέλικα Ντούζουγλη, γνωρίζοντας πως ίσως εκεί θα έβρισκε τις απαντήσεις που τόσα χρόνια έψαχνε, ζήτησε τη βοήθεια μιας Αυστριακής συναδέλφου της, της Εύα Αλραμ και από το 2009 με τη χρηματοδότηση ενός αμερικανικού Ινστιτούτου ξεκίνησαν να δουλεύουν από κοινού για την ολοκλήρωση της έρευνας για την ανασκαφή «Μαγούλα Βισβίκη».
Μέχρι που το 2010 μια νέα ανακάλυψη ήρθε να αλλάξει εκ νέου τα δεδομένα. «Αγγέλικα δεν θα το πιστέψεις» - στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου ήταν η Άλραμ. «Μόλις βρήκαμε και άλλο υλικό!». Η Αυστριακή αρχαιολόγος είχε μόλις εντοπίσει τις κούτες με τα αρχαία αντικείμενα που είχαν φυγαδευτεί από τον νεαρό Γερμανό φωτογράφο και είχαν καταλήξει στο μικρό υπαίθριο μουσείο «Πφάλμπαουτεν» που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Ράινερτ.
Και σε άλλα μουσεία
Ο νυν διευθυντής του γερμανικού μουσείου, Γκούντερ Σέμπελ, ήταν από την πρώτη στιγμή θετικός να επιστραφούν τα αρχαία. Με δική του πρωτοβουλία επικοινώνησε με τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού.
«Μπορεί τα αντικείμενα να φαντάζουν ταπεινά, αλλά η επιστροφή τους είναι συμβολική και υψίστης σημασίας», εξηγεί η κ. Μαρία Βλαζάκη, γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. «Θεωρούμε πως θα είναι προάγγελος πολλών άλλων αρχαίων που περιμένουμε να πάρουμε από διάφορα μουσεία που επίσης είχαν απομακρυνθεί στη γερμανική κατοχή ως λεία πολέμου».
Στην ίδια εκδήλωση τα στελέχη της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης θα παρουσιάσουν και την επικαιροποίηση του βιβλίου «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής», στο οποίο είχαν καταγραφεί το 1946 όλα τα αρχαία τα οποία θεωρούνταν κλεμμένα από τις γερμανικές, ιταλικές και βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής.
«Ο πραγματικός άθλος ξεκινάει τώρα» λέει η κ. Βλαζάκη. «Πρέπει να εντοπιστούν όλα τα κλοπιμαία και να επιστραφούν στη χώρα μας».
(Πηγή: Μ. Κακαουνάκη, Καθημερινή, Ἔρρωσο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου