Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

ΗΤΑΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, Η ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1914-1922;


Του Θόδωρου Δημ. Λυμπεράκη, δικηγόρου - ιστορικού ερευνητή


Ο ελληνικός όρος γενοκτονία είναι ταυτόσημος με τον διεθνώς χρησιμοποιούμενο όρο genocide, που προέρχεται από την ελληνική λέξη γένος και το λατινικό ρήμα caedere (=φονεύω). Τόσο ο ελληνικός όσο και ο διεθνής όρος δημιουργήθηκαν επίσημα, (ως όροι του διεθνούς δικαίου), μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα το έτος 1944, από τον Ραφαήλ Λέμκιν, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Γέιλ, των Η.Π.Α. και αναδείχθηκαν λίγο πριν από τη Δίκη της Νυρεμβέργης, κατά των πρωταιτίων της εξολόθρευσης των Εβραίων, καθώς και της εξόντωσης των ευρωπαϊκών λαών πριν και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η γενοκτονία αποτέλεσε και το κύριο κατηγορητήριο - όρο στη Δίκη αυτή και περιλήφθηκε και στην απόφαση του Δικαστηρίου.

Ακολούθησε η ψήφιση, από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., το έτος 1948, της Συνθήκης για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, η οποία αποτελείται από 19 άρθρα και της οποίας τα βασικά στοιχεία ήταν τα εξής: Τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαιούν ότι η γενοκτονία, συντελουμένη είτε εν καιρώ ειρήνης είτε εν καιρώ πολέμου, τυγχάνει έγκλημα διεθνούς δικαίου και αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να προλαμβάνουν και να τιμωρούν τούτο, (άρθρο 1). Γενοκτονία σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις, οι οποίες διαπράττονται με την πρόθεση καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μίας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας ως τέτοιας: α) ανθρωποκτονία μελών της ομάδας, β) πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας, γ) με πρόθεση επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει, δ) επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας, ε) δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα, (άρθρο 2). Επίσης, σε επόμενα άρθρα της Συνθήκης αναφέρονται τα εξής: Οι παρακάτω αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται: α) γενοκτονία, β) συνωμοσία προς διάπραξη γενοκτονίας, γ) άμεσα ή έμμεσα η υποκίνηση διάπραξης γενοκτονίας, δ) απόπειρα διάπραξης γενοκτονίας, ε) συμμετοχή σε γενοκτονία,( άρθρο 3). Τιμωρούνται τα άτομα που συνωμοτούν και πράττουν τα προαναφερόμενα στο άρθρο 3, ανεξαιρέτως αν έδρασαν με συνταγματικότητα, με δημόσια εντολή ή ατομικά, (άρθρο 4). Τα άτομα που διέπραξαν γενοκτονία ή μια οποιαδήποτε από τις άλλες πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 3, θα τιμωρούνται ανεξάρτητα αν είναι μέλη κυβέρνησης, κρατικοί λειτουργοί ή ιδιώτες, (άρθρο 5). «Τα άτομα που ευθύνονται για πράξη γενοκτονίας ή άλλη πράξη όπως αναφέρεται στο 3ο άρθρο, πρέπει να δικαστούν στη χώρα που έχει διαπραχθεί το αδίκημα ή σε κάποιο διεθνές ποινικό Δικαστήριο που θα γίνει αποδεκτό από τους συμβαλλόμενους, (άρθρο 6).

Το άρθρο 6, εξ άλλου, του Καταστατικού του Διεθνούς, Ποινικού Δικαστηρίου, υιοθετώντας αυτολεξεί την αντίστοιχη διάταξη της Σύμβασης για τη Γενοκτονία του 1948, όρισε ως γενοκτονία οποιαδήποτε από τις πράξεις του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης, η οποία διαπράττεται με πρόθεση την ολική ή μερική καταστροφή μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας ως τέτοιας.

Με τον όρο γενοκτονία, ως εκ τούτου, αποδόθηκε η από τους αρχαιότατους χρόνους υφιστάμενη έννοια (και, ακριβέστερα, ένα από τα αρχαιότερα μαζικά εγκλήματα), που συνίσταται στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο.

Σύμφωνα με την ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων Διεθνούς Δικαίου από την επιστημονική Θεωρία κι από τη Νομολογία του Διεθνούς, Ποινικού Δικαστηρίου, (περιπτώσεις πρώην Γιουγκοσλαβίας, Ρουάντας κλπ.), η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της γενοκτονίας αποτελείται, όπως και κάθε εγκλήματος, από την αντικειμενική κι από την υποκειμενική υπόστασή του.

Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πληρούται με την τέλεση έστω και μιας από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης πράξεις (ή παραλείψεις). Η γενοκτονία, δηλαδή, από την άποψη της αντικειμενικής της υπόστασης, μπορεί να επιδιωχθεί, είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή και ενός μέρους εκ των μελών μιας ολόκληρης εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα μέσα), μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της. Στα βίαια αυτά μέσα περιλαμβάνονται και μέτρα απαγορευτικά των εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων, προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή αλλοίωση της καταδιωκόμενης ομάδας, με βέβαιη την, δια της παρόδου του χρόνου, απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματός της. Γίνεται, εξ άλλου, αντιληπτό ότι θύματα της γενοκτονίας είναι τα μέλη μιας από τις πιο πάνω ομάδες υπό την ιδιότητά τους ακριβώς αυτήν, δηλαδή του μέλους της ομάδας και σε καμιά περίπτωση υπό την ιδιότητά τους, ως απλών ιδιωτών, ενώ η ίδια η ομάδα, στην οποία στοχεύει το συγκεκριμένο έγκλημα, πρέπει ν’ αποτελείται από άμαχο πληθυσμό ή από πρόσωπα εν γένει που δεν εμπλέκονται στις εχθροπραξίες, (έτσι, λ.χ., δεν εμπίπτει στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος η εξόντωση στρατιωτών στη διάρκεια εχθροπραξιών, ενώ εμπίπτει η εξόντωση των τελευταίων, όταν αποτελούν στόχο του εγκλήματος ενώ βρίσκονται εκτός των πεδίων των μαχών ή εφόσον έχουν λάβει την ιδιότητα του άμαχου).

Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της γενοκτονίας, (η οποία αποτελεί και την εγγενή αδυναμία της έννοιας κι έχει, κατά τα τελευταία χρόνια, προκαλέσει αρκετές φορές διάσταση απόψεων), συνίσταται στην πρόθεση τέλεσης του εγκλήματος της γενοκτονίας, δηλαδή τέλεσης οποιασδήποτε (ή συνδυασμού) από τις πράξεις του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης, χωρίς η ιδιότητα του θύτη ν’ αποτελεί συστατικό στοιχείο της νομοτυπικής μορφής του συγκεκριμένου εγκλήματος.

Μετά την πιο πάνω σύντομη, νομική ανάλυση των στοιχείων του συγκεκριμένου εγκλήματος του Διεθνούς, ποινικού Δικαίου κι αφού επισημάνω ότι, δεδομένου πως η Διεθνής Σύμβαση του Ο.Η.Ε., του έτους 1948, για τη γενοκτονία, δεν έχει αναδρομική ισχύ, δεν τίθεται καν ζήτημα εφαρμογής της, από τυπική, νομική άποψη, στην περίπτωση των εγκλημάτων των Νεοτούρκων σε βάρος των χριστιανικών λαών της Μικράς Ασίας, μένει να εξεταστεί, εν τούτοις, κατά πόσον τα στοιχεία του συγκεκριμένου εγκλήματος υπήρξαν στην περίπτωση των διώξεων ολόκληρου του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας απλό τους Νεότουρκους, ούτως ώστε να μπορούν αυτές οι διώξεις να στιγματιστούν αναδρομικά τουλάχιστον από ηθική άποψη και να παράσχουν στους λαούς του πλανήτη τη δυνατότητα να τις καταδικάσουν, (λ.χ. με ψηφίσματα των Κοινοβουλίων τους κλπ.):

Κατ’ αρχάς είναι εξεταστέο, αν στο πρόσωπο των Αρχών που διαδέχθηκαν τους Οθωμανούς υπήρξε η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της γενοκτονίας, αν, δηλαδή, οι εν λόγω Αρχές είχαν την πρόθεση τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος: Η απάντηση είναι θετική και προκύπτει από τα εξής στοιχεία, (τα οποία, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, δεν είναι καν αναγκαίο ν’ αποδεικνύονται μ’ έγγραφα): Από τότε που οι Νεότουρκοι ανέλαβαν την εξουσία στο χώρο της Μικράς Ασίας, ξεκίνησαν, έχοντας ως συμβούλους «λαμπρούς» εκπροσώπους του γερμανικού έθνους, (αυτού του ίδιου έθνους που λίγο αργότερα θα τελούσε τη μεγαλύτερη γενοκτονία στην ιστορία της ανθρωπότητας), μία συστηματική διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών (και όχι μόνο, αλλά όλων των χριστιανικών, εν γένει) πληθυσμών που διαβιούσαν εκεί από χιλιάδες χρόνια. Τη σχετική απόφαση πήραν οι Νεότουρκοι το 1911, στο συνέδριό τους στη Θεσσαλονίκη, την εφάρμοσαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και την ολοκλήρωσαν με τον Μούσταφα Κεμάλ ( 1919 - 1923). Η λήψη, εξ άλλου, της πιο πάνω απόφασης από αυτό τούτο το Συνέδριο των Νεοτούρκων αποδεικνύει, (διαψεύδοντας τον μέχρι σήμερα προβαλλόμενο από το Τουρκικό κράτος ισχυρισμό ότι οι σφαγές κι οι διώξεις είχαν αποσπασματικό και μη εκπορευόμενο από τη κεντρική Διοίκηση χαρακτήρα), ότι υπήρξε κεντρικός σχεδιασμός της μουσουλμανοποίησης της Μικράς Ασίας, με τη φυσική εξόντωση, άλλως τον εξαναγκασμό σε απομάκρυνση από τη Μικρά Ασία, των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της τελευταίας. Πέραν των ανωτέρω, άλλωστε, η υπ’ αρ. 5 Διαταγή του Νουρεντίν Πασά, της 3ης Σεπτεμβρίου του 1922, που είχε περιεχόμενο αντίστοιχο με τις διαταγές των ετών 1915-1916, που προκάλεσαν τη γενοκτονία τωβν Αρμενίων, καθώς και οι ήδη από το 1916 αρξάμενες αναφορές προξένων και διπλωματών της Αυστρίας, για διαταγή του Rajet Bey προς τις ένοπλες δυνάμεις, «να σκοτώνουν κάθε Έλληνα που θα βλέπουν» ή ότι αυτό «που έγινε στους Αρμένιους επαναλαμβάνεται και στους Έλληνες», δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ύπαρξης πρόθεσης γενοκτονίας στο σύνολο των Τουρκικών Αρχών, των ετών 1911-1922.

Ακολούθως εξεταστέον τυγχάνει, αν πληρώθηκε η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της γενοκτονίας σε βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Η απάντηση είναι κι εδώ θετική: Ναι, το έγκλημα τελέστηκε και μάλιστα με περισσότερους του ενός τρόπους, από αυτούς που περιγράφονται στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης. η δε εκτέλεσή του άρχισε με την επιστράτευση όλων των Ελλήνων ηλικίας από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους σε τάγματα εργασίας, με σκοπό (και αυτονόητο αποτέλεσμα) τη μαζική θανάτωσή τους και με την απαγόρευση του δικαιώματος των μεν Ελλήνων ν’ ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους, των δε μουσουλμάνων, να συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες, υπό την απειλή τιμωρίας από τις στρατιωτικές Αρχές. Ακολούθησε η συστηματική εξόντωση των ηγετών των Ελλήνων, η σύλληψη και η σφαγή των σωματικά ικανών ανδρών, οι επιθέσεις, από ορδές Τούρκων, σε βάρος των ελληνικών χωριών, που συνοδεύονταν από κλοπές, φόνους, αρπαγές νέων κοριτσιών, κακοποιήσεις κλπ., (α’ και β΄ περιπτώσεις του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης) και κύρια η μαζική, συστηματική εκτόπιση των γυναικών, των παιδιών, των ανδρών (άρρωστοι, ανάπηροι, γέροντες) όλων ανεξαίρετα των ελληνικών οικισμών, από τις προαιώνιες εστίες τους σε μακρόχρονες, επίπονες και οδυνηρές πορείες θανάτου, (γ’ περίπτωση του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης). Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έγιναν οι εκτοπίσεις ήταν τόσο σκληρές, ώστε αυτοί που έφτασαν στον τελικό προορισμό τους, ήταν ελάχιστοι. Ο άμαχος πληθυσμός των ελληνικών περιοχών υποχρεωνόταν σε πολυήμερες ή και πολύμηνες, εξοντωτικές πορείας προς άγνωστη κατεύθυνση, στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, τις οποίες περιέγραφε με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο μια έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας, με ημερομηνία τον Ιούνιο του 1915: «Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ' αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών, τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα ...»

Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες και κύρια οι μαζικές εκτοπίσεις των πληθυσμών εκατοντάδων ελληνικών χωριών συνεχίστηκαν, με αμείωτη ένταση, και μετά το έτος 1919. Στις πόλεις του Πόντου στήνονταν τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδίκαζαν κι εκτελούσαν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού.

Όλη αυτή η κρατική, τουρκική συμπεριφορά εξανάγκασε, ήδη από πολύ νωρίς, κι όσους Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν γλυτώσει από τη γενοκτονία, να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα και σε πλήθος άλλων χωρών, κατά τρόπον ώστε, μετά και τη Συνθήκη της Λωζάνης, από τα εκατομμύρια των Ελλήνων της Μικράς Ασίας να μην υπάρχει σήμερα ούτε ένα άτομο μ’ ελληνική, εθνική συνείδηση, που να κατοικεί στον χώρο της τελευταίας!Είναι, ως εκ τούτου, προφανές, ότι η φυσική εξόντωση, η εξαφάνιση και ο εξαναγκασμός των Ελλήνων και εν γένει όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας σε αναγκαστική απομάκρυνση από τις προαιώνιες εστίες τους, (ανταλλαγή πληθυσμών), αποτελούν εκφάνσεις και μεθόδους ενός και του αυτού, άριστα και κεντρικά μελετημένου σχεδίου εξόντωσης όλων των μειονοτήτων της άλλοτε κραταιάς Αυτοκρατορίας. Ενός σχεδίου που σχηματοποιήθηκε στο συνέδριο των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη, το έτος 1911, άρχισε να εφαρμόζεται από το 1914, πάντοτε υπό κεντρική καθοδήγηση κι ολοκληρώθηκε μετά την καταστροφή του 1922, πετυχαίνοντας τον αρχικό σκοπό του, την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών της Μικράς Ασίας και τον εκτουρκισμό των πληθυσμών που θ’ απέμεναν στην τελευταία, την επίλυση, μ’ άλλα λόγια, του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη φυσική εξαφάνιση των γηγενών εθνοτήτων.

Υπ’ αυτή την έννοια, οι τουρκικές Αρχές, βοηθούμενες από τον τουρκικό όχλο, στη διάρκεια των ετών 1914-1922 τέλεσαν σε βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, (αλλά και της Ανατολικής Θράκης, αφού, λ.χ., η εκκένωση των ελληνικών πληθυσμών της χερσονήσου της Καλλιπόλεως πριν την απόβαση των συμμάχων σ’ αυτήν και η αναγκαστική εξορία τους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας πληρούσε επίσης τα στοιχεία του), το έγκλημα της γενοκτονίας, υπό την πλήρη, νομοτυπική μορφή του κι εύλογα και δίκαια η Χώρα μας, αφενός μεν με το άρθρο 2 του Ν. 2645/1998 καθιέρωσε την 14η Σεπτεμβρίου, ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό Κράτος, αφετέρου δε απαιτεί από την Τουρκία, ν’ αναγνωρίσει το μεγάλο αυτό έγκλημα, να ζητήσει συγγνώμη γι’ αυτό και να θέσει, έτσι, τις βάσεις για μια ειλικρινή συνεργασία των δύο γειτονικών λαών, (Ελλήνων και Τούρκων), που μόνο οφέλη θα τους αποφέρει.



Δεν υπάρχουν σχόλια: