Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

Κινητοποιήσεις του παρελθόντος

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του '70 η ΔΕΗ θέλησε να προχωρήσει στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων τύρφης στα Τενάγη των Φιλίππων, η τοπική κοινωνία ξεσηκώθηκε! Και τότε πέτυχε την ακύρωση κάθε σχεδιασμού σε αυτή την κατεύθυνση. Έναν τέτοιο αγώνα δίνει πάλι η Καβάλα. Αυτή τη φορά για μονάδα λιθάνθρακα που θα μπορεί πολύ εύκολα να "κάψει" λιγνίτη ή και τύρφη, μια και ο λιγνίτης της Δράμας και η τύρφη των Φιλίππων έχουν μπει στο στόχαστρο...

Τις κινητοποιήσεις τότε περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του "Ο Ναύτης" ο Παλαιοχωρινός συγγραφέας και φίλος Θόδωρος Γρηγοριάδης. Στη συνέχεια παρατίθενται αποσπάσματα του βιβλίου:

Ο Ναύτης, αφηγητής, καθώς περιπολεί με πολεμικό πλοίο, πληροφορείται για την πορεία ενάντια στο εργοστάσιο των Φιλίππων. Το βιβλίο γράφτηκε το 1993, η πορεία έλαβε στ’ αληθινά χώρα την περίοδο της δικτατορίας.

«Ο Ναύτης» (σελ. 176 - 177)

"Όταν διάβασα στις εφημερίδες για την τεράστια πορεία των αγροτών, με αγροτικά οχήματα, μηχανήματα και (τα τελευταία εναπομείναντα) ζώα, βρισκόμασταν σε μια άσκηση στα ανοιχτά της Σκύρου. Επικεφαλής της πορείας, έλεγε το δημοσίευμα, είχε τεθεί ο μητροπολίτης Αμβρόσιος. Η ατελείωτη αυτή πορεία κάλυπτε μια απόσταση πολλών χιλιομέτρων, αφού ξεκινούσε από τη δυτική πλευρά του κάμπου που ανήκει στο νομό Καβάλας και έμπαινε στα όρια του επόμενου νομού, ακολουθώντας τη φυσική οδό του εθνικού δικτύου, που δεν ήταν παρά η Εγνατία οδός.

Η τελευταία αναφορά με συγκίνησε. Η Εγνατία οδός ήταν ένα από τα τελευταία σημεία που με είχε ξεναγήσει ο καθηγητής Αντώνιος όταν περιδιαβαίναμε τα αρχαιολογικά σημάδια της περιοχής. Περνούσε από το εξωτερικό μέρος της πεδιάδας και σκαρφάλωνε στα χαμηλά βουνά, για να μπει στην πόλη της Νεάπολης, τη σημερινή Καβάλα. Από τις στροφές αυτές, αντίκριζες από μια άλλη γωνία τον κάμπο και το Παγγαίο. Αυτές που εγώ αποκαλούσα ακτές, χαράζονταν ακόμη πιο ευδιάκριτα ακουμπώντας στο πράσινο που άρχιζε αμέσως μετά. Η παλιά Εγνατία οδός, όση δεν είχε καλυφθεί από την άσφαλτο της καινούργιας, ήταν ακόμη στρωμένη με πέτρες. Ο δρόμος μου είχε φανεί τόσο στενός, ώστε μπορούσα να τον καλύψω με ένα άνοιγμα ποδιών.

Στην προσπάθειά μου να δρασκελίσω το πλάτος της αρχαίας οδικής αρτηρίας, ο καθηγητής Αντώνιος χαμογέλασε. Τότε ακόμη χαμογελούσε, που οι προσπάθειες του να δημιουργήσει ένα μικρότερο Αντώνιο δεν έπεφταν στο κενό. Πατούσαν γερά και μάλιστα σε στέρεο έδαφος. Στα ίδια ίχνη του δρόμου κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν τώρα με διαμαρτυρίες και συνθήματα να σώσουν τις περιουσίες τους. Η πορεία, έλεγε, παρέλυσε την κυκλοφορία καθ’ όλο το μήκος της Ανατολικής Μακεδονίας. Οι Αρχές δεν τόλμησαν να αντισταθούν στις κραυγές των γυναικόπαιδων. Η όλη εκδήλωση θύμιζε μια γενική πρόβα ξεριζωμού, σε περίπτωση που τα έργα έμπαιναν σε εφαρμογή.

Πολλοί αγρότες κρατούσαν γεωργικά εργαλεία και χόρευαν αλαλάζοντας γύρω από τα οχήματα. Πάνω σε καρότσες μερικοί έπαιζαν όργανα. Κάποιοι είδανε γυναίκες να βγάζουνε φωτιές από τα μάτια τους και από τα δάχτυλα των χεριών τους να ξεπηδάνε φίδια. Μερικές απειλούσαν ότι θα φάνε ζωντανές τις σάρκες όσων τολμήσουν να τις ξεσπιτώσουν από τα μέρη όπου είχαν γεννηθεί. Γυναίκες που δεν είχαν το κουράγιο να αντιμιλήσουν τους άνδρες τους, στα χαμηλά σπίτια των χωριών στις πλαγιές του Παγγαίου. Τα γονίδια των μαινάδων έβγαιναν πάλι από τη νάρκη τους. Τέλος, ο Υπουργός Βορείου Ελλάδος κλείστηκε στο γραφείο του και άρχισε να τηλεφωνεί πανικόβλητος. Όσο ο Αμβρόσιος θα ήταν ζωντανός, τα μηχανήματα θα στοίχειωναν στις αποθήκες της Καβάλας".

Ο καθηγητής Αντώνιος στέλνει γράμμα στον πρώην μαθητή του και νυν Ναύτη για να τον ενημερώσει για το σχέδιο εκμετάλλευσης της τύρφης των Φιλίππων.

«Ο Ναύτης» (σελ. 246-247)

"...Κάπως έτσι ατόνησε η προσπάθειά μου να κινητοποιήσω τον κόσμο και να τους ενημερώσω για ένα τέτοιο κρίσιμο θέμα. Αυτό που σου φάνηκε προδοσία δεν ήταν παρά μια υποχώρηση. Η ομιλία μου μέσα στον κινηματογράφο ανησύχησε τότε πολλούς. Δεν ήταν διατεθειμένοι να με αφήσουν να προχωρήσω επειδή γνώριζαν την πρόθεσή μου να αρθρογραφήσω στις τοπικές εφημερίδες. Μερικές από τις εφημερίδες αυτές τις είχαν ήδη προσεγγίσει κάποιοι σχετικοί και ενίσχυαν την άθλια οικονομική τους θέση ακριβώς για να σιωπήσουν γύρω από το καίριο θέμα του εργοστασίου.

Ώσπου, φέτος, βρέθηκα πάλι στο περίπτερο της ΔΕΗ στην έκθεση της Θεσσαλονίκης και ξανάδα τη μελέτη του εργοταξίου μαζί με τα νέα πορίσματα του Ιδρύματος Γεωλογικών Μελετών. Οι μακέτες και οι χάρτες παρουσίαζαν τον απόλυτο τρόμο. Το έδαφος υποχωρούσε, τα χωριά του κάμπου δεν υπήρχαν. Το χειρότερο, το κύριο στρώμα της τύρφης, βρίσκεται μπροστά το δικό μας χωριό. Οι νεότερες προτάσεις μιλούσαν για μια περιοχή που, συνδεόμενη με άλλα γεωθερμικά πεδία, θα εξελιχθεί στο μεγαλύτερο ενεργειακό κέντρο της Βόρειας Ελλάδας. Μην ξεχνάς ακόμη τα κοιτάσματα ουρανίου στα βόρεια το νομού της Δράμας και τα υδροηλεκτρικά έργα στο Νέστο. Ολόκληρη η ανατολική Μακεδονία, ένα απέραντο εργοστάσιο γεμάτο επικίνδυνα και καταστρεπτικά έργα. Αυτά για τον τόπο. Όσο για τον αέρα, την ατμόσφαιρα που αναπνέουμε, θα γεμίσει οξείδια και ρύπους. Θα βρέχει όξινη βροχή. Η καρβουνόσκονη θα σκεπάσει τα πάντα. Τα πάντα.

Δε θέλω να σε τρομάξω με όλα αυτά. Όμως εσύ μάλλον θα τα προλάβεις. Εγώ μπορεί και όχι".

Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Ο Ναύτης» (1993). Ύστερα από μια σειρά περιπέτειες και περιπλανήσεις ο αφηγητής, και ώριμος πια Ναύτης, επιστρέφει στο χωριό του, στο Παγγαίο και στην πεδιάδα των Φιλίππων όπου αντικρίζει ένα αποκαλυπτικό τοπίο καταστροφής του τόπου, της ομορφιάς, της ιστορίας και του περάσματος των πολιτισμών.
Μακάρι οι σελίδες αυτές να παραμείνουν στα χαρτιά ως μυθοπλασία και μόνον:

«Ο Ναύτης» (σελ. 397-400)

“Λίγα χρόνια μετά τον ανεξιχνίαστο πνιγμό της μικρής, στο κανάλι όπου βρέθηκε να κολυμπά το πτώμα της έχασκε η μεγαλύτερη τάφρος της χώρας. Τουλάχιστον μου φάνηκε απύθμενη. Όπως στα όνειρα, πίστευα πως αν έπεφτα μέσα, μπορεί να έβγαινα από την απέναντι πλευρά της γης.

Το χωριό μου βυθίστηκε στη θλίψη που προκαλεί το αίσθημα ότι η ζωή και ο τόπος πέρασαν τις τύχες τους σε κάποιων άλλων τα χέρια. Γέμισαν τα καφενεία και οι δρόμοι με εργάτες που φορούσαν φόρμες και μάσκες. Οι υπόλοιποι είχαν μαύρη σκόνη στα πρόσωπά τους. Οι περισσότεροι ήταν ξένοι μηχανικοί με ειδικότητα. Πολλοί ντόπιοι δούλευαν κι αυτοί ως ανειδίκευτοι εργάτες ή παρακολουθούσαν μερικά ταχύρρυθμα προγράμματα για να αποκτήσουν εξειδίκευση. Η εντολή που είχε δοθεί ήταν σαφής: έπρεπε να απορροφηθεί ένα μεγάλο ποσοστό αγροτών στις εργασίες κατασκευής των εργοστασίων.

Παντού υπήρχε μια κινητικότητα ανθρώπων που δεν είχαν σχέση με τον τόπο και τους παλιούς του ρυθμούς. Αυτοκίνητα με ξένους αριθμούς κυκλοφορούσαν στους καινούργιους δρόμους που είχαν χαραχτεί ανάμεσα στα χωράφια, γερανοί τεράστιοι έσκαβαν και όργωναν, μυτερά τρυπάνια αναζητούσαν το απόλυτο βάθος του εδάφους. Οι τελικές εγκαταστάσεις θα αργούσαν ακόμη, αλλά ο συντονισμός των εργασιών ήταν ακριβής. Άνθρωποι με ξένα συμφέροντα μπλέχτηκαν με ντόπιους, εξαγοράστηκαν συνειδήσεις, καταπατήθηκαν κτήματα, δόθηκαν κρυφές προσφορές. Άρχισαν οι διχόνοιες και τα χωριά του κάμπου βρέθηκαν στο έλεος όλων εκείνων που είχαν προαποφασίσει. την εξολόθρευσή του.

Οι διαμαρτυρίες ήταν ελάχιστες, αφού η γενικότερη κρίση που μάστιζε και την ίδια τη χώρα, λόγω των αναταραχών στα σύνορα, ανάγκαζε τους πάντες να δέχονται την αξιοποίηση κάθε ενεργειακού υλικού ως δεδομένη. Ήταν μια εποχή που οι γείτονες των συνόρων αλληλοσφάζονταν, μας έκλειναν τους δρόμους και μας στερούσαν την πρόσβαση σε πηγές ενέργειας που ως τότε μας παρείχαν βάσει συμφωνιών.
Σταματούσαν τις ροές των ποταμών, έφραζαν τους αγωγούς αερίων που περνούσαν από τα δικά τους εδάφη, δε δίσταζαν να διοχετεύσουν τα απόβλητα των δικών τους βιομηχανικών περιοχών στις κοίτες των ποταμών που έβγαιναν στο Αιγαίο. Ο Στρυμόνας ήταν το πρώτο υγρό θύμα σ’ αυτή την εκδικητική συμπεριφορά μεταξύ όμορων λαών.

Μέσα σε μια τέτοια κρίση, οι αξίες και οι παραδόσεις βούλιαζαν σαν τα χωράφια, που αυτοκτονούσαν στα ίδια τους τα χώματα. Η πλημμύρα του κάμπου από έργα και νερά που έβγαιναν από τα υπεδάφη ήταν ένα φαινόμενο που αποτέλεσε αξιοπερίεργο θέαμα.

Πολλοί άνεργοι, πρώην αγρότες, ανέβαιναν στους γύρω λόφους του Παγγαίου και χάζευαν το τεράστιο εργοτάξιο και τα έργα που συντελούνταν πάνω στην άλλοτε καταπράσινη γη. Άλλοι αναγνώριζαν τα μερτικά της γης που τους έπεφταν, λέγοντας «εκεί κάποτε ήταν τα καλαμπόκια μου, εκεί είχα τέσσερα στρέμματα σιτάρι.» Κάθονταν και αγνάντευαν σαν τους πνιγμένους που βρήκαν σωτηρία πάνω σε βραχονησίδες, ενώ τριγύρω συνεχιζόταν η μεγάλη φουρτούνα και το βούλιαγμα του καραβιού. Δεν μπορούσαν να αντιδράσουν παρά μόνο με ένα θλιμμένο βλέμμα που αντικατόπτριζε την προδοσία τη δική τους και όσων τους είχαν εξαπατήσει.

«Μας είχαν πει ότι θα έχουμε τουρισμό...», είπε με πικρία η ιδιοκτήτρια μιας ταβέρνας που τάιζε μεροκαματιάρηδες εργάτες.

Στα εκκλησάκια δεν άναβαν πια τα καντήλια. Θα ‘λεγε κανείς ότι η φθορά του τόπου συμβάδιζε με μια γενικότερη απώλεια της πίστης. Πολλές γυναίκες κατέφευγαν στο μοναστήρι που είχε προεκτείνει τις εγκαταστάσεις του και μπορούσε να φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό επισκεπτών. Όσοι άνδρες δε δούλευαν στα νέα έργα αρκούνταν στην πρόωρη σύνταξη και στα καφενεία. Ο καπνός των καμινάδων ενώθηκε με τον καπνό των τσιγάρων που τώρα αγοράζονταν από ξένες αγορές. Η χαρτοπαιξία συναγωνιζόταν τη συμπλήρωση των τυχερών δελτίων ποδοσφαίρου και άλλων αντιστοίχων που αντιστοιχούσαν σε μια κλήρωση την ημέρα.

Οι νέοι μόλις τέλειωναν το λύκειο έφευγαν για τις πόλεις, αφού η ιδέα της δουλειάς σε ένα μαυριδερό τόπο δεν τους φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστική. Έτσι άρχισε να φθείρεται και ο θεσμός της οικογένειας. Αλλού ο πατέρας, αλλού η μάνα και αλλού τα παιδιά. Ακόμη και στα ίδια σόγια άρχιζαν να διαλύονται οι συγγενικοί δεσμοί. Όσοι είχαν υποστηρίξει το έργο παρέμεναν στα σπίτια τους, όσοι το είχαν πολεμήσει έφευγαν προς τα παραλιακά χωριά όπου προσπαθούσαν να αγοράσουν καινούργια γη και να ξανακαλλιεργήσουν. Εκεί υπήρχαν τα αμπέλια και συνεχιζόταν η παραγωγή κρασιού.

Κάπως έτσι τα χωριά διαλύθηκαν και οι άνθρωποι σκορπίστηκαν. Καμιά φορά, στους σταθμούς των υπεραστικών λεωφορείων, συναντιόντουσαν, τυχαία, άνθρωποι που κάποτε ήταν γείτονες ή δούλευαν σε διπλανά χωράφια. Αντάλλασσαν μερικές κουβέντες χωρίς να αναφέρονται στα μέρη απ’ όπου είχαν διωχθεί. Κάθε χρόνο, ένα διαφορετικό χωριό προστίθετο στον ξεριζωμό των υπολοίπων. Οι δρόμοι του άδειαζαν, τα σπίτια γέμιζαν φαντάσματα και αρουραίους, ενώ τα σπιτικά φίδια έβγαιναν από τα υπόγεια και αναζητούσαν αλλού πέτρες και ανθρώπους. Μια τέτοια πομπή φιδιών είδανε επιβάτες ενός λεωφορείου, να εγκαταλείπει το χωριό Αντιφίλιπποι και κάποιος αναγνώρισε το δικό τους.

Οι Φίλιπποι, πάλι, που βρίσκονται απέναντι, διασώθηκαν γιατί έπεφταν στη μακρινότερη ακτίνα των έργων και γιατί σκεπάστηκαν από μια τέντα μέσα από την οποία δεν περνούσαν οι μολυσμένες ουσίες που αιωρούνταν στον αέρα του κάμπου…”

Δεν υπάρχουν σχόλια: