«Υπάρχει πάντα λίγη Καβάλα σε ό,τι γράφω, με τη μορφή φίλων που τροφοδοτούν με ατάκες»
Ένας χρόνος πέρασε από την κυκλοφορία του, και το μυθιστόρημα «Όλα τα μήλα» της Εύης Λαμπροπούλου αποτελεί ακόμη αντικείμενο συζήτησης τόσο στους λογοτεχνικούς κύκλους όσο και στο αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται για ένα βιβλίο που γράφτηκε στην Καλαμίτσα, και κέρδισε το κοινό όλης της χώρας. Είναι ο τρόπος που γράφει, λένε οι περισσότεροι που καθηλώνει, ενώ παράλληλα «περνά» στον αναγνώστη μια φρεσκάδα «ανατρεπτική», αυτή της «γενιάς Χ». Κάθε βιβλίο της Εύης Λαμπροπούλου, έχει και κάποιο «άρωμα» Καβάλας και η ίδια χαριτολογώντας αναφέρει πως «όταν πλησιάζω στην Καβάλα, νιώθω σαν τον Δράκουλα που παίρνει δύναμη καθώς πλησιάζει στο κάστρο του».
Συνέντευξη στον Άρη Μεντίζη
- «Όλα τα μήλα», ένα αρκετά «συζητημένο» βιβλίο. Πως προέκυψε;
Ήθελα να γράψω μια μαύρη ερωτική ιστορία σε ατμόσφαιρα Μέρι Γκέιτσκιλ, της κορυφαίας αμερικανίδας στυλίστριας, δηλαδή είχα στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο ύφος. Επίσης ήθελα να γράψω για το ανικανοποίητο του ανθρώπου, για την ανάγκη να εξελίσσει τον εαυτό του και να τον ξεπερνάει, πράγμα που συχνά σημαίνει να αφήνει πίσω αγάπες και ασφάλεια.
Όταν αρρώστησε βαριά η αγαπημένη γιαγιά μου στην Καβάλα, ανέβηκα για να της κάνω παρέα, και καθώς ήμουνα δίπλα της στη βεράντα δίχως να μπορώ να κάνω πολλά, άρχισα την ερωτική ιστορία. Άρχισα να καταγράφω και την καθημερινότητα της, το άπλωμα σεντονιών με τον ψυχαναγκαστικό τρόπο που της άρεσε, τις ζωηρές σαρδελιές της, το πώς την τάιζα με το κουταλάκι. Ένιωθα ενοχές που κατέγραφα τον θάνατο της γιαγιάς μου, αλλά δε μπορούσα να κάνω αλλιώς! Τώρα χαίρομαι που το έκανα. Απέκτησα τελικά μια παράλληλη ιστορία την οποία σύνδεσα με την ερωτική, με τις φοβερές, σοφές ατάκες που πετάει η γιαγιά στην μπερδεμένη εγγονή, και έδωσα μια επιπλέον διάσταση στο βιβλίο, αλλά και τη σκιά μελαγχολίας που χρειαζόταν. Ασφυκτική ατμόσφαιρα, από την οποία να μη μπορείς να ξεφύγεις, να νιώθεις εγκλωβισμένος, όπως ήμουνα κι εγώ περίπου εκείνη την εποχή. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε σε δύο μήνες, στην Καλαμίτσα.
- Υπάρχει ταύτιση της ηρωϊδας με την Εύη Λαμπροπούλου;
Πάντα με ταυτίζουν οι αναγνώστες με τις ηρωίδες μου. Διάφοροι άνθρωποι που δεν με γνωρίζουν, με φωνάζουν χάπι-Λου. Βλέπετε, οι τίτλοι των βιβλίων μου είναι πιο αναγνωρίσιμοι από το κοινότοπο ονοματεπώνυμό μου (όπως το αποκάλεσε το ΒΗΜΑΓΚΑΖΙΝΟ). Και ένας πρώην μου νομίζει ότι παίζει στο Όλα τα μήλα. Μοιάζω με τις ηρωίδες μου αλλά δεν είμαι αυτές. Έχουν πάντως όλες κομμάτια από μένα. Η Τέτα του ‘Όλα τα μήλα’ έχει τα μαλλιά, τα ρούχα μου, την αγάπη μου για τη θάλασσα, τις ενοχές μου. Την αγάπη μου για τον Ντέιβιντ Λιντς, τους Παλπ και τη Μερέντα. Και έχω κι εγώ νιώσει εγκλωβισμένη σε μια σχέση σε βαθμό ασφυξίας.
- Ποιο πιστεύετε ότι είναι το στοιχείο που «κέρδισε» τα θετικά σχόλια σε αυτό το βιβλίο σας;
Το έχουν ερμηνεύσει τόσο διαφορετικά αυτό το βιβλίο, ώστε αναρωτιέμαι αν έχουν διαβάσει το ίδιο βιβλίο. Κάποιοι λένε ότι η γιαγιά δίνει βάθος, κι άλλοι ότι δεν χρειάζεται. Κάποιοι ότι είναι το πιο ώριμο που έχω γράψει, άλλοι το πιο ‘συντηρητικό’. Κάποιοι μιλάνε για «μπόλικο χιούμορ, σατιρική διάθεση και αντικομφορμισμό." Κατά την Ελευθεροτυπία και τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου: ‘Η κοφτή, στακάτη… γλώσσα και η εξαιρετικά πυκνή αφήγηση... Το πιο δυνατό χαρτί της νουβέλας είναι η περίεργη σχέση των πρωταγωνιστών με το σεξ. Και οι δύο έχουν ένα ιδιαιτέρως σοβαρό ζήτημα μαζί του (η συγγραφική σκηνοθεσία αποκτά εν προκειμένω έναν ιδιότυπο αισθησιασμό)….»
- Σας εμπνέει ο τόπος καταγωγής σας ή ο τόπος όπου ζείτε αυτή την στιγμή;
Υπάρχει πάντα λίγη Καβάλα σε ότι γράφω, με τη μορφή φίλων που τροφοδοτούν με ατάκες. Συνήθως επικρατεί ο τόπος όπου ζω κάθε φορά. Το Σχεδόν σούπερ, ενώ γράφτηκε στην Θεσσαλονίκη, εκεί προς το τέλος που είχα πια μετακομίσει στη Μυτιλήνη, απέκτησε και ιαματικά λουτρά Λισβορίου Λέσβου. Ο τόπος που διαδραματίζεται το βιβλίο ωστόσο είναι η Αθήνα, στην οποία ελάχιστα είχα ζήσει μέχρι τότε.
- Αισθάνεστε "γυναίκα συγγραφέας"; Υπάρχει γυναικεία γραφή (και σαφώς δεν εννοώ τα ροζ μπεστ σέλερ). Πώς βλέπετε τον ρόλο μιας γυναίκας που γράφει σήμερα;
Πάντως δεν αισθάνομαι άντρας συγγραφέας. Είμαι ξεκάθαρα, νομίζω, γυναίκα και γράφω σαν… άνθρωπος. Αν και κάποιοι έγραψαν ότι γράφω ‘σαν άντρας’, εννοώντας το ως έπαινο βεβαίως, εφόσον η γυναικεία λογοτεχνία θεωρείται συχνά αισθηματική και ρηχή. Υπάρχουν σημαντικότατες γυναίκες συγγραφείς, (Μέρι Γκέιτσκιλ, Ελίζαμπεθ Βερτζελ κλπ) και αισθάνομαι περήφανη που είμαι γυναίκα συγγραφέας, αλλά και (κατά σχιζοφρενικό τρόπο) που γράφω σαν άντρας, αφού αυτό -ειρωνικά- σημαίνει ότι δεν γράφω φτηνή λογοτεχνία! Οι άντρες δεν αντιμετωπίζουν αυτή τη ρετσινιά, αν και πολλοί άντρες γράφουν ελαφριά λογοτεχνία. Αυτό είναι άδικο.
Επίσης με αποκαλούν ευρωπαϊκή (ή Αμερικάνικη) λογοτεχνία, οπότε γλύτωσα και την άλλη ρετσινιά, του ‘βαρετού έλληνα λογοτέχνη’ από αυτούς που ‘δε διαβάζουν ελληνική λογοτεχνία’. Για να προλάβω την ερώτησή σας, αισθάνομαι ελληνίδα συγγραφέας, και δη βορειοελλαδίτισσα, πράγμα που χρειάστηκε να το υπερασπιστώ, όταν παραδείγματος χάριν ο επιμελητής μου πρότεινε να βγάλω από το ‘χάπι Λου’ τη λέξη ΄πάνε’ που στους αθηναίους ακούγεται χωριάτικη. Την κράτησα φυσικά.
- Για την Λογοτεχνική Σχολή της Καβάλας έχετε κάποια άποψη; Συνδέεστε λογοτεχνικά με συγγραφείς που εντάσσονται σε αυτήν την Σχολή;
Τι να σας πω, εγώ δεν έχω γράψει ακόμα για την Καβάλα. Χαίρομαι πάντως που Καβαλιώτες όπως ο Αξιώτης και ο Χαρπαντίδης, διδάσκονται στα σχολεία. Εκείνος ο ‘Καβαλιώτης’ με τον όποιον ίσως είμαι κοντά λογοτεχνικά είναι ο …Θανάσης Χειμωνάς, με τον οποίο η Καθημερινή μας συνέδεσε, εντάσσοντας τα πρώτα βιβλία μας στη γενιά ‘Χ’ που διαπνέεται από μηδενισμό, διάθεση για αλλαγή, μοντερνισμό. Ο Χειμωνάς θεωρεί τον εαυτό του κάπως Καβαλιώτη. Επίσης, παραλίγο να βρεθώ σε μια συλλογή των εκδόσεων ‘Απόπειρα’ μαζί με τη Μανίνα Ζουμπουλάκη και τη Λένα Κιτσοπούλου, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσα όταν μου έγινε η πρόταση.
Έχω γράψει αδημοσίευτο διήγημα για τη Δράμα και την Καβάλα. Το χάπι Λου έχει κουβέντες με Καβαλιώτες και σκηνές από μπαρ της Καβάλας. Όπως είπα, υπάρχει λίγη Καβάλα σε ότι γράφω. Όταν πλησιάζω στην Καβάλα, νιώθω σαν τον Δράκουλα που παίρνει δύναμη καθώς πλησιάζει στο κάστρο του.
- Είστε αφοσιωμένη στην γραφή, θα θυσιάζατε κομμάτια από την προσωπική σας ζωή για το έργο σας;
Το έχω ήδη κάνει. Όταν γράφω ένα βιβλίο, συνήθως αφοσιώνομαι σ’ αυτό για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Ο πρώην μου είχε πει ‘αν είναι να ξαναγράψεις βιβλίο πες το να χωρίσουμε’. Είναι δύσκολο να ζει κανείς με συγγραφέα, ξέρετε. Παλιότερα ονειρευόμουν να έχω σχέση με συγγραφέα, να μιλάμε για τέχνη όλη μέρα, να διαβάζουμε ο ένας στον άλλον δυνατά ότι γράψαμε- όπως κάνουν οι ήρωες του Όλα τα μήλα, που όμως είναι φωτογράφοι. Αλλά τώρα που οι συγγραφείς είναι φίλοι, και βλέπω την ομοιότητα στην ιδιοσυγκρασία, το ξεπέρασα: ποιος θα πηγαίνει τα παιδιά στο σχολείο;
- Διαβάζετε άλλους; Από ποιούς συγγραφείς έχετε ενδεχομένως επηρεαστεί; Έχετε ζηλέψει κάποιους με την καλή έννοια;
Διαβάζω συνέχεια και μόνο άλλους αφού ποτέ δεν διαβάζω τον εαυτό μου. Διαβάζω από τρεισήμισι ετών. Είμαι πρωτίστως αναγνώστρια. Και έχω ζηλέψει πολλούς. Την Έρικα Γιόνγκ στο Ίλιγγος. Το PARIS TRANCE, του GEOF DYER. Την Λολίτα του Ναμπόκοφ. Τους Τζέι μακ Ίνερνει και Irvine Welsh από τους οποίους έχω επηρεαστεί. Τον εξαίσιο Πασκάλ Μπρικνέρ: ποιος δεν θα ήθελε να είχε γράψει τα Μαύρα φεγγάρια του έρωτα!
- Θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου στην Καβάλα;
Ελπίζω. Μακάρι. Καλέστε με και θα έρθω τρέχοντας.
- Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;
Ναι, αλλά όχι συστηματικά। Είμαι μεταξύ σπιτιών, ψάχνω διαμέρισμα, δεν έχω εγκατασταθεί ακόμα καλά στην Αθήνα. Δεν έχω μια υπέροχη δική μου γωνία για να γράφω. Θα είναι κάτι για μετανάστες και για το γκέτο της Αθήνας -στο οποίο ζω και έχω την ‘τύχη’ να βλέπω καθημερινά πρεζόνια, πόρνες από την Αφρική, νταβατζήδες, τραβεστί και πάμφτωχους Πακιστανούς σε πυκνότητα Μπανγκλαντές.
(Δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2010 στο περιοδικο "Service". Οι φωτογραφίες του Νίκου Αλεξόπουλου, είναι από το αρχείο της Εύης Λαμπροπούλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου