Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

«Ο ορυκτός Πλούτος της Βορείου Ελλάδος»

Σημαντικά οφέλη στην εθνική οικονομία και τη βιώσιμη ανάπτυξή της δύναται να αποφέρει μία ορθολογική εκμετάλλευση του τεράστιου φυσικού πλούτου-από ορυκτά και μεταλλεύματα, μέχρι πετρέλαιο και γεωθερμικά πεδία- που διαθέτει η βόρεια Ελλάδα. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν οι εργασίες της ημερίδας με θέμα «Ο ορυκτός Πλούτος της Βορείου Ελλάδος», που διοργάνωσαν το Σάββατο, στη Θεσσαλονίκη, ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος και η οικονομική εφημερίδα Εξπρές.

Μία από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές περιφέρειες της Ευρώπης αποτελεί η Βόρεια Ελλάδα, με βάση τα αποθέματα και το μεταλλικό περιεχόμενο σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο, σύμφωνα με την παρουσίαση του οικονομολόγου- γεωλόγου και Γενικού Διευθυντή του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών ΙΓΜΕ Κεντρικής Μακεδονίας, Νίκου Αρβανιτίδη.

Είκοσι δισεκατομμύρια ευρώ εκτιμάται η αξία- με βάση τις τρέχουσες τιμές των μετάλλων- των βεβαιωμένων αποθεμάτων νικελίου, ψευδαργύρου, μολύβδου, χαλκού, χρυσού και αργύρου στην Μακεδονία και Θράκη, ωστόσο, ένα πολύ μικρό μέρος της αξίας αυτής αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά, σημείωσε ο κ.Αρβανιτίδης.

«Τα δυναμικά αποθέματα που φιλοξενούνται στις υπάρχουσες μεταλλευτικές αλλά και σε νέες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος, είναι σε θέση να πολλαπλασιάσουν το προαναφερόμενο οικονομικό μέγεθος», πρόσθεσε.

"Ο ορυκτός πλούτος της Βόρειας Ελλάδας είναι σημαντικός για την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της Εξορυκτικής Βιομηχανίας της χώρας. Δυστυχώς το ποσοστό αξιοποίησης του ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα μεταλλικά ορυκτά είναι πολύ χαμηλό", επισήμανε ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Γενικός Διευθυντής του ΙΓΜΕ, Κ.Παπαβασιλείου.

«Η μη αξιοποίηση των σημαντικών κοιτασμάτων χρυσού στην Β.Ελλάδα, ιδιαίτερα σε μια τόσο δύσκολή συγκυρία είναι ένα θλιβερό γεγονός. Ιδιαίτερα όταν υπάρχει και το θεσμικό πλαίσιο και οι τεχνολογίες που εξασφαλίζουν μια βιώσιμη αξιοποίηση των κοιτασμάτων αυτών με όρους προστασίας του περιβάλλοντος», πρόσθεσε.

Την άποψη ότι, αν και φαίνεται ως σχήμα οξύμωρον, η μεταλλεία συμβαδίζει με την Πράσινη ανάπτυξη και τη βελτίωση του περιβάλλοντος, διατύπωσε ο καθηγητής Κοιτασματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Σκαρπέλης.

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον τρόπο εκμετάλλευσης oρυκτών υλών κατά το παρελθόν με αυτόν του παρόντος, είπε, διευκρινίζοντας ότι οι παλαιές εκμεταλλεύσεις δεν ακολουθούσαν αυστηρούς κανόνες προστασίας του περιβάλλοντος.

«Να μην λησμονούμε ότι ιστορικά οι ορυκτές ύλες και η μεταλλευτική βιομηχανία έβγαλαν τη χώρα από μεγάλες οικονομικές κρίσεις. (π.χ. στην Ελλάδα από την δεκαετία του ’50 η βαρειά βιομηχανία ξεκίνησε από μεταλλεία και μεταλλουργικές μονάδες (π.χ. ΛΑΡΚΟ, ΑΛΟΥΜΙΝΙΟ, ΑΕΧΠΛ, Γαλλική Λαυρίου). Κανείς δεν έχει δικαίωμα να εξοστρακίσει μία δραστηριότητα η οποία ιστορικά στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει την εξέλιξη της κοινωνίας τηρώντας τις δεσμεύσεις της για προστασία του περιβάλλοντος», σημείωσε ο κ.Σκαρπέλης.

Την ανάληψη πρωτοβουλιών από την επιστημονική κοινότητα, «ώστε να μεταστραφεί η άποψη της κοινής γνώμης από διαρκή αντίδραση στη μεταλλευτική - μεταλλουργική δραστηριότητα τουλάχιστον σε ανοχή, προβάλλοντας τα θετικά σημεία της δραστηριότητας και πείθοντάς ότι, με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας, οι όποιες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον αντιμετωπίζονται με το ελάχιστο κόστος», πρότεινε ο καθηγητής ΕΜΠ Κωνσταντίνος Τσακαλάκης.

Στα σημαντικότερα γεωθερμικά πεδία της Βόρειας Ελλάδας αναφέρθηκε ο γεωλόγος του ΙΓΜΕ, Απόστολος Αρβανίτης.

Aυτά, όπως είπε, εντοπίζονται ανατολικά της Θεσσαλονίκης και πιο συγκεκριμένα στις λεκάνες Μυγδονίας, Στρυμόνα, Στρυμονικού Κόλπου, Δέλτα του Νέστου, Ξάνθης -Κομοτηνής, και Αλεξανδρούπολης -δέλτα Έβρου, ενώ σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η Σαμοθράκη, όπου τρεις γεωτρήσεις βάθους 40-120 m, που ανορύχθηκαν στο χώρο των θερμών πηγών, παράγουν μεγάλες ποσότητες ρευστών με τη θερμοκρασία των νερών να φτάνει μέχρι και τους 99oC.

Ωστόσο, όπως διευκρίνισε ο κ.Αρβανίτης, παρά το μεγάλο γεωθερμικό δυναμικό του Βορειοελλαδικού χώρου η αξιοποίησή του βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και περιορίζεται στη θέρμανση κάποιων θερμοκηπιακών μονάδων (Νιγρίτα, Σιδηρόκαστρο, Λαγκαδάς, Ν.Απολλωνία, Ν. Εράσμιο), στη θέρμανση εδάφους για καλλιέργεια σπαραγγιών (Ν. Εράσμιο, Νυμφόπετρα, Μυρωδάτο), στη θέρμανση χώρων (εγκαταστάσεις Λουτρών Τραϊανούπολης και Ν. Απολλωνίας, Γυμνάσιο στις Θέρμες Ξάνθης), στην ξήρανση αγροτικών προϊόντων (Ν. Εράσμιο Ξάνθης), σε υδατοκαλλιέργειες (αντιπαγετική προστασία λιμνοδεξαμενών στο Πόρτο Λάγος και στο Νέο Εράσμιο Ν. Ξάνθης), στην καλλιέργεια του μικροφύκους Spirulina (Θερμά Νιγρίτας Ν. Σερρών) και τέλος στη λουτροθεραπεία και τον ιαματικό τουρισμό (Αριδαία, Λαγκαδάς, Ν. Απολλωνία, Άγκιστρο, Σιδηρόκαστρο, Νιγρίτα, Ελευθερές, Τραϊανούπολη, Σαμοθράκη, Κασσάνδρα κ.ά.).

Η περιορισμένη αξιοποίηση των γεωθερμικών πεδίων αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο (Ν. 3175/2003) και στο γεγονός ότι το γεωθερμικό δυναμικό αντιμετωπίζεται με βάση το Μεταλλευτικό Κώδικα και όχι σαν Ανανεώσιμη Πηγή Ενέργειας, διευκρίνισε ο κ.Αρβανίτης.

(Πηγή:www.evdomi.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια: