Αντίστροφη, δηλαδή από τα ενδότερα του ταφικού μνημείου προς τα έξω, είναι η πορεία που προδιαγράφεται για τη συνέχιση της αρχαιολογικής έρευνας στον τύμβο Καστά. Καθώς συμπληρώνεται σχεδόν ολόκληρο δεκαήμερο από την τελευταία ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού σχετικά με τα νέα ευρήματα, οι ανικανοποίητες -και πολλαπλές- προσδοκίες αφορούν πλέον στην υπόλοιπη έκταση του τεχνητού λόφου.
Στο προσκήνιο έχει έρθει ξανά ο κλάδος των γεωλόγων, από την εργασία των οποίων μοιάζει να εξαρτάται το μέλλον και κυρίως η επέκταση της ανασκαφής. Είναι πολύ πιθανό η λεγόμενη γεωφυσική διασκόπηση, αλλιώς «ακτινογραφία», να επιβεβαιώσει τα δεδομένα παλαιότερων αντίστοιχων ερευνών, οι οποίες έδειχναν πιθανές λίθινες κατασκευές στο εσωτερικό του τύμβου Καστά. Στην περίπτωση αυτή το σενάριο περί μιας σύνθετης, ακόμη και δαιδαλώδους κατασκευής, θαμμένης στην εξωτερική επιχωμάτωση του λόφου, θα αναπτερώσει τις ελπίδες όσων δεν θεωρούν εαυτούς ικανοποιημένους με τις Σφίγγες, τις Καρυάτιδες, το ψηφιδωτό της Περσεφόνης και τα υπόλοιπα στοιχεία του μοναδικού μνημείου της Αμφίπολης.
Ωστόσο, περίπου όπως συμβαίνει με οποιαδήποτε πτυχή της ανασκαφικής εργασίας στον τύμβο Καστά και ήδη από την έναρξή της, γύρω από την ανάμειξη των γεωλόγων υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, ενώ εκφράζονται φόβοι και ενστάσεις για το επόμενο βήμα της όλης επιχείρησης. Διότι, εκτός από τους επιστήμονες που θα αναλάβουν τη διασκόπηση του τύμβου, υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι προβλέπουν με τρόμο την κατακρεούργηση του γηλόφου από τα χωματουργικά μηχανήματα. Όπως λέει στο «ΘΕΜΑ» γεωλόγος με μεγάλη πείρα στην έρευνα πεδίου, «εάν ισοπεδωθεί ο λόφος, κάτι που πιστεύω ότι έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει σε κάποιο βαθμό με την αθρόα αποχωμάτωσή του, τότε θα έχει καταστραφεί ένα πολύ σημαντικό μνημείο. Για τον περισσότερο κόσμο το ενδιαφέρον εντοπίζεται μόνο στα αρχαιολογικά ευρήματα, στο εάν θα βρεθεί το λείψανο εκείνου ή του άλλου, του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου κ.λπ. Ωστόσο, για κάποιον που ασχολείται συστηματικά με τη μελέτη του εδάφους, το πώς οι αρχαίοι κατασκευαστές συσσώρευσαν το χώμα και μορφοποίησαν εξωτερικά τον τύμβο συνιστά ένα καταπληκτικό επίτευγμα και -εξυπακούεται- ένα σπουδαίο μνημείο».
Η ελάττωση όμως του συνολικού ύψους του τύμβου, αυτή που προξενεί έντονη ανησυχία στον έναν γεωλόγο, ταυτόχρονα διευκολύνει στην πράξη κάποιον άλλον συνάδελφό του. Είναι προφανές ότι όσο μικρότερο είναι το βάθος του εδάφους το οποίο οι γεωλόγοι επιχειρούν να ανιχνεύσουν με τα ηλεκτρονικά τους όργανα, τόσο μεγαλύτερη ακρίβεια αναμένεται στα αποτελέσματα της έρευνάς τους. Από αυτή την άποψη, το ιδανικό θα ήταν η μέγιστη δυνατή αποχωμάτωση του τύμβου, παρόλο που εάν «ισοπεδωνόταν» έως του σημείου της πλήρους αποκάλυψης των όποιων δομών κρύβει στα χθόνια σπλάχνα του, η ανάγκη γεωφυσικής διερεύνησης θα έπαυε να είναι απαραίτητη.
Όποιος επισκέπτεται την ανασκαφή, ακόμη και από το σημείο όπου η μόνιμη αστυνομική φρουρά εμποδίζει την πρόσβαση πέρα από την πρόχειρη πύλη σε οποιονδήποτε μη έχοντα εργασία, διακρίνονται καθαρά οι τεράστιοι όγκοι χώματος που έχουν αφαιρεθεί από το εσωτερικό, αλλά και από την εξωτερική επιφάνεια του τύμβου. Εκ μέρους των ανασκαφέων επαναλαμβάνεται τακτικά η ίδια διαβεβαίωση, ότι το κοκκινωπό, πιθανότατα αργιλώδες χώμα που απομακρύνθηκε από τον λόφο Καστά θα επανατοποθετηθεί με την ίδια προσοχή με την οποία αφαιρέθηκε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σχήμα του τύμβου θα αποκατασταθεί σχεδόν με απόλυτη ακρίβεια.
Οι βαρυσήμαντες ανακοινώσεις
Την ερχόμενη Τετάρτη, στην προγραμματισμένη και, όπως αφήνεται να εννοηθεί, ιδιαίτερα σημαντική συνέντευξη Τύπου που θα παραχωρήσουν οι υπεύθυνες της ανασκαφής, θα ανακοινωθεί ποιο από τα τρία υποψήφια ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα θα αναλάβει τη γεωφυσική διασκόπηση του τύμβου Καστά. Αναπόφευκτα, οι κυρίες Αικατερίνη Περιστέρη, Λίνα Μενδώνη και Αννα Παναγιωταρέα θα ενημερώσουν τους δημοσιογράφους για την τρέχουσα κατάσταση της ανασκαφής και για τυχόν νέα ευρήματα. Ως το βράδυ της περασμένης Παρασκευής υπήρχε «σιγή ασυρμάτου» από την Αμφίπολη, καθώς η έρευνα στον τρίτο και τελευταίο θάλαμο του μνημείου είχε παγώσει - και όχι μόνο μεταφορικά, καθώς προείχε η υποστήλωση της οροφής. Οι εργάτες άρχισαν να σκάβουν ξανά την Πέμπτη και από την απομάκρυνση της επίχωσης δεν αναδύθηκε κάποιο αντικείμενο άξιο λόγου, παρά μόνο τα θραύσματα των πωρόλιθων από το λεγόμενο «πάτωμα σφράγισης». Επί της ουσίας, τίποτα καινούριο δεν έχει προκύψει από τον τρίτο θάλαμο, ενώ, αντίθετα προς τους αρχικούς υπολογισμούς, εξακολουθεί να παραμένει άδηλο ακόμη και το πραγματικό ύψος του συγκεκριμένου διαμερίσματος. Εχοντας φτάσει σε βάθος περί τα 8,5 μέτρα από την καμάρα της οροφής, οι ανασκαφείς αδυνατούν να προσδιορίσουν επακριβώς την απόσταση που απομένει έως ότου συναντήσουν το κάτω άκρο του ταφικού θαλάμου.
Καθώς το κρύο και η υγρασία δυσχεραίνουν πολύ το έργο των ερευνητών και του τεχνικού συνεργείου, φαντάζει όλο και πιο πιθανό ότι την Τετάρτη θα ανακοινωθεί η, προσωρινή τουλάχιστον, διακοπή της συγκεκριμένης φάσης της ανασκαφής. Εξίσου εύλογο όμως μοιάζει το ενδεχόμενο να ανακοινωθεί την ίδια στιγμή η πρόθεση της κυρίας Περιστέρη να ανανεώσει και να επεκτείνει την έρευνά της, περίπου όπως έκανε ο Μανόλης Ανδρόνικος στις Αιγές. Επίσης, στην ίδια ενημερωτική συνεδρία θα δοθούν λεπτομέρειες για το χρονοδιάγραμμα των απαραίτητων εργασιών, οι οποίες θα εκτελεστούν προσεχώς ώστε το μνημείο της Αμφίπολης να καταστεί ασφαλές και επισκέψιμο.
Η Ολυμπιάδα και ο Ηρώδης
Η εκδοχή περί γυναικείας ταφής στον τύμβο Καστά επανέρχεται στη σχετική, ατέρμονη όπως εξελίσσεται εδώ και μήνες, συζήτηση για την ταυτότητα του νεκρού. Τη μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδα, θεωρεί ως την πιο πιθανή προσωπικότητα που ενταφιάστηκε στην Αμφίπολη η δρ Ορίτ Πελέγκ-Μπαρκάτ. Μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», η Ισραηλινή αρχαιολόγος σημειώνει ότι «εξ όσων μπορώ να εικάσω παρακολουθώντας στενά -αν και εξ αποστάσεως- τις εξελίξεις της ανασκαφής, το πρόσωπο στο οποίο θα μπορούσε να έχει αφιερωθεί ένα τόσο μεγαλοπρεπές μνημείο είναι πιθανότατα η Ολυμπιάδα. Κατά τη γνώμη μου, το ψηφιδωτό με την αρπαγή της Περσεφόνης παραπέμπει σε γυναικεία ταφή».
Η δρ Πελέγκ διδάσκει στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ και ένας από τους βασικούς τομείς των επιστημονικών ενδιαφερόντων της είναι η Ελληνιστική Περίοδος. Μάλιστα, η αποκάλυψη του τύμβου Καστά θα λάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο το οποίο συγγράφει τα τελευταία τρία περίπου χρόνια ειδικά για την ελληνιστική αρχιτεκτονική. Όπως λέει η δρ. Πελέγκ, «από τον Αύγουστο το μνημείο της Αμφίπολης αποτελεί σταθερά θέμα συζήτησης στον κύκλο των συναδέλφων μου αρχαιολόγων και μπορώ να βεβαιώσω ότι αυτό ισχύει διεθνώς, καθώς ο τύμβος εξάπτει τη φαντασία των επιστημόνων, όχι μόνο του κοινού. Απλώς, στη δική μας περίπτωση απουσιάζει εντελώς ο ιδεολογικός και πολιτικός παράγοντας, κάτι που πιστεύω ότι είναι αρκετά έντονο στην Ελλάδα. Για εμάς, ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ένας ήρωας, μια εξαιρετικά γοητευτική και σπουδαία ιστορική προσωπικότητα - αυτό όμως μένει εντός των ορίων των επιστημονικών ενδιαφερόντων. Δυστυχώς, λόγω της εθνικότητάς μου, θα ήταν αδύνατο να συμμετάσχω σε οποιαδήποτε αρχαιολογική απόπειρα να εντοπιστεί ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου επί αιγυπτιακού εδάφους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα από τα πλέον συναρπαστικά αρχαιολογικά ζητήματα και με έχει απασχολήσει αρκετά. Βάσει των διαθέσιμων ιστορικών πηγών, πάντως, τείνω να πιστεύω ότι ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα πρέπει να βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια».
Η Ισραηλινή Αρχαιολογική Σχολή θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές παγκοσμίως, λόγω και του αυξημένου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η δρ Πελέγκ βρήκε ιδιαίτερα ελκυστική την Ελληνιστική Περίοδο λόγω των κοσμοϊστορικών αλλαγών που συνέβησαν τότε και οι οποίες σε μεγάλο βαθμό οφείλονταν στο κοσμοπολιτικό όραμα του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ίδια έχει επισκεφτεί πάρα πολλές φορές την Ελλάδα, είτε στο πλαίσιο των αρχαιολογικών μελετών της, είτε για διακοπές και αναψυχή. Όπως υπογραμμίζει, «έχω ταξιδέψει σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, μια χώρα την οποία πραγματικά λατρεύω. Έχω ανέβει ως την κορυφή του Ολύμπου - δυστυχώς όμως δεν έχω επισκεφτεί ποτέ την Αμφίπολη. Ανυπομονώ όμως να το πράξω αμέσως μόλις επιτραπούν οι επισκέψεις στο μνημείο. Από τους Έλληνες αρχαιολόγους θα έλεγα ότι η κυρία Όλγα Παλαγγιά είναι πολύ γνωστή, αν και δεν νομίζω ότι συμφωνώ με τη χρονολόγηση του μνημείου στη Ρωμαϊκή Περίοδο, την οποία εκείνη είχε προτείνει στην πρώτη φάση της ανασκαφής».
Η δρ Πελέγκ δεν θεωρεί παράξενο το ότι δεν υπάρχει καμία γνωστή αναφορά στον τύμβο της Αμφίπολης σε κανένα από τα σωζόμενα κείμενα των ιστορικών της αρχαιότητας - παρόλο που επρόκειτο για ένα μεγαλοπρεπές ταφικό οικοδόμημα: «Πολλές φορές βλέπουμε ότι υπάρχουν μνημεία τα οποία αγνοούνται από τους αρχαίους συγγραφείς. Μελετώντας τα κείμενα εντοπίζουμε πολύ σοβαρές παραλείψεις, οι οποίες δεν μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένους λόγους, ενδεχομένως όμως κάποιες από αυτές να ήταν εσκεμμένες για να αποσιωπηθεί κάτι που θεωρούνταν ταμπού».
Εκτός από τα ελληνιστικά της ενδιαφέροντα, η δρ Πελέγκ συμμετέχει επίσης ενεργά στην αρχαιολογική έρευνα του Μαυσωλείου που αποδίδεται στον βασιλιά της Ιουδαίας Ηρώδη τον Μέγα. Πρόκειται για ένα τεραστίων διαστάσεων ταφικό μνημείο, το οποίο αποκάλυψε το 2007 σε τοποθεσία λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ ο καθηγητής της, ένας από τους κορυφαίους Ισραηλινούς αρχαιολόγους, ο Εχούντ Νέτζερ. Μάλιστα, η δρ Πελέγκ παραλληλίζει κατά κάποιον τρόπο το Μαυσωλείο του Ηρωδείου με τον τύμβο της Αμφίπολης, επισημαίνοντας ότι «είναι δύο εντυπωσιακά αρχαία μνημεία, τα οποία όμως συνιστούν αντιδιαμετρικά διαφορετικές περιπτώσεις. Διότι εμείς γνωρίζουμε ότι το Ηρώδειο ήταν ιδιοκτησία του Ηρώδη και ότι, σύμφωνα με τα κείμενα Ρωμαίων ιστοριογράφων, ετάφη εκεί - έστω κι αν τα ευρήματα του καθηγητή Νέτζερ αμφισβητούνται. Στην Αμφίπολη, αντιθέτως, βρέθηκε ένας τάφος που, χωρίς αμφιβολία, θα ταίριαζε σε έναν βασιλιά, ακόμη και στον ίδιο τον Μέγα Αλέξανδρο, δεν υπάρχει όμως τίποτα, κανένα απολύτως στοιχείο που να βοηθά τους αρχαιολόγους να συνδέσουν το μνημείο με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο - μέχρι στιγμής τουλάχιστον».
Μάλιστα, όπως παρατηρεί, η δρ Πελέγκ, «από την άποψη της αρχιτεκτονικής, του διακόσμου κ.λπ., φυσικά δεν υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στο Μαυσωλείο του Ηρωδείου και τον τύμβο της Αμφίπολης. Καθώς όμως μιλούμε για πανίσχυρους και βαθύπλουτους ηγεμόνες, είναι πολύ πιθανόν ο Ηρώδης να είχε εντυπωσιαστεί όταν επισκέφτηκε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αλεξάνδρεια. Ισως λοιπόν να επηρεάστηκε από αυτό που είδε και να θέλησε να μιμηθεί τον Μακεδόνα βασιλιά, καθώς οραματίστηκε το δικό του ταφικό ανάκτορο, έστω κι αν ο Ηρώδης απεβίωσε 300 και πλέον χρόνια μετά τον Αλέξανδρο».
(Πληροφορίες: protothema.gr, Amfipoli News)
Στο προσκήνιο έχει έρθει ξανά ο κλάδος των γεωλόγων, από την εργασία των οποίων μοιάζει να εξαρτάται το μέλλον και κυρίως η επέκταση της ανασκαφής. Είναι πολύ πιθανό η λεγόμενη γεωφυσική διασκόπηση, αλλιώς «ακτινογραφία», να επιβεβαιώσει τα δεδομένα παλαιότερων αντίστοιχων ερευνών, οι οποίες έδειχναν πιθανές λίθινες κατασκευές στο εσωτερικό του τύμβου Καστά. Στην περίπτωση αυτή το σενάριο περί μιας σύνθετης, ακόμη και δαιδαλώδους κατασκευής, θαμμένης στην εξωτερική επιχωμάτωση του λόφου, θα αναπτερώσει τις ελπίδες όσων δεν θεωρούν εαυτούς ικανοποιημένους με τις Σφίγγες, τις Καρυάτιδες, το ψηφιδωτό της Περσεφόνης και τα υπόλοιπα στοιχεία του μοναδικού μνημείου της Αμφίπολης.
Ωστόσο, περίπου όπως συμβαίνει με οποιαδήποτε πτυχή της ανασκαφικής εργασίας στον τύμβο Καστά και ήδη από την έναρξή της, γύρω από την ανάμειξη των γεωλόγων υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, ενώ εκφράζονται φόβοι και ενστάσεις για το επόμενο βήμα της όλης επιχείρησης. Διότι, εκτός από τους επιστήμονες που θα αναλάβουν τη διασκόπηση του τύμβου, υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι προβλέπουν με τρόμο την κατακρεούργηση του γηλόφου από τα χωματουργικά μηχανήματα. Όπως λέει στο «ΘΕΜΑ» γεωλόγος με μεγάλη πείρα στην έρευνα πεδίου, «εάν ισοπεδωθεί ο λόφος, κάτι που πιστεύω ότι έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει σε κάποιο βαθμό με την αθρόα αποχωμάτωσή του, τότε θα έχει καταστραφεί ένα πολύ σημαντικό μνημείο. Για τον περισσότερο κόσμο το ενδιαφέρον εντοπίζεται μόνο στα αρχαιολογικά ευρήματα, στο εάν θα βρεθεί το λείψανο εκείνου ή του άλλου, του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου κ.λπ. Ωστόσο, για κάποιον που ασχολείται συστηματικά με τη μελέτη του εδάφους, το πώς οι αρχαίοι κατασκευαστές συσσώρευσαν το χώμα και μορφοποίησαν εξωτερικά τον τύμβο συνιστά ένα καταπληκτικό επίτευγμα και -εξυπακούεται- ένα σπουδαίο μνημείο».
Η ελάττωση όμως του συνολικού ύψους του τύμβου, αυτή που προξενεί έντονη ανησυχία στον έναν γεωλόγο, ταυτόχρονα διευκολύνει στην πράξη κάποιον άλλον συνάδελφό του. Είναι προφανές ότι όσο μικρότερο είναι το βάθος του εδάφους το οποίο οι γεωλόγοι επιχειρούν να ανιχνεύσουν με τα ηλεκτρονικά τους όργανα, τόσο μεγαλύτερη ακρίβεια αναμένεται στα αποτελέσματα της έρευνάς τους. Από αυτή την άποψη, το ιδανικό θα ήταν η μέγιστη δυνατή αποχωμάτωση του τύμβου, παρόλο που εάν «ισοπεδωνόταν» έως του σημείου της πλήρους αποκάλυψης των όποιων δομών κρύβει στα χθόνια σπλάχνα του, η ανάγκη γεωφυσικής διερεύνησης θα έπαυε να είναι απαραίτητη.
Όποιος επισκέπτεται την ανασκαφή, ακόμη και από το σημείο όπου η μόνιμη αστυνομική φρουρά εμποδίζει την πρόσβαση πέρα από την πρόχειρη πύλη σε οποιονδήποτε μη έχοντα εργασία, διακρίνονται καθαρά οι τεράστιοι όγκοι χώματος που έχουν αφαιρεθεί από το εσωτερικό, αλλά και από την εξωτερική επιφάνεια του τύμβου. Εκ μέρους των ανασκαφέων επαναλαμβάνεται τακτικά η ίδια διαβεβαίωση, ότι το κοκκινωπό, πιθανότατα αργιλώδες χώμα που απομακρύνθηκε από τον λόφο Καστά θα επανατοποθετηθεί με την ίδια προσοχή με την οποία αφαιρέθηκε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σχήμα του τύμβου θα αποκατασταθεί σχεδόν με απόλυτη ακρίβεια.
Οι βαρυσήμαντες ανακοινώσεις
Την ερχόμενη Τετάρτη, στην προγραμματισμένη και, όπως αφήνεται να εννοηθεί, ιδιαίτερα σημαντική συνέντευξη Τύπου που θα παραχωρήσουν οι υπεύθυνες της ανασκαφής, θα ανακοινωθεί ποιο από τα τρία υποψήφια ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα θα αναλάβει τη γεωφυσική διασκόπηση του τύμβου Καστά. Αναπόφευκτα, οι κυρίες Αικατερίνη Περιστέρη, Λίνα Μενδώνη και Αννα Παναγιωταρέα θα ενημερώσουν τους δημοσιογράφους για την τρέχουσα κατάσταση της ανασκαφής και για τυχόν νέα ευρήματα. Ως το βράδυ της περασμένης Παρασκευής υπήρχε «σιγή ασυρμάτου» από την Αμφίπολη, καθώς η έρευνα στον τρίτο και τελευταίο θάλαμο του μνημείου είχε παγώσει - και όχι μόνο μεταφορικά, καθώς προείχε η υποστήλωση της οροφής. Οι εργάτες άρχισαν να σκάβουν ξανά την Πέμπτη και από την απομάκρυνση της επίχωσης δεν αναδύθηκε κάποιο αντικείμενο άξιο λόγου, παρά μόνο τα θραύσματα των πωρόλιθων από το λεγόμενο «πάτωμα σφράγισης». Επί της ουσίας, τίποτα καινούριο δεν έχει προκύψει από τον τρίτο θάλαμο, ενώ, αντίθετα προς τους αρχικούς υπολογισμούς, εξακολουθεί να παραμένει άδηλο ακόμη και το πραγματικό ύψος του συγκεκριμένου διαμερίσματος. Εχοντας φτάσει σε βάθος περί τα 8,5 μέτρα από την καμάρα της οροφής, οι ανασκαφείς αδυνατούν να προσδιορίσουν επακριβώς την απόσταση που απομένει έως ότου συναντήσουν το κάτω άκρο του ταφικού θαλάμου.
Καθώς το κρύο και η υγρασία δυσχεραίνουν πολύ το έργο των ερευνητών και του τεχνικού συνεργείου, φαντάζει όλο και πιο πιθανό ότι την Τετάρτη θα ανακοινωθεί η, προσωρινή τουλάχιστον, διακοπή της συγκεκριμένης φάσης της ανασκαφής. Εξίσου εύλογο όμως μοιάζει το ενδεχόμενο να ανακοινωθεί την ίδια στιγμή η πρόθεση της κυρίας Περιστέρη να ανανεώσει και να επεκτείνει την έρευνά της, περίπου όπως έκανε ο Μανόλης Ανδρόνικος στις Αιγές. Επίσης, στην ίδια ενημερωτική συνεδρία θα δοθούν λεπτομέρειες για το χρονοδιάγραμμα των απαραίτητων εργασιών, οι οποίες θα εκτελεστούν προσεχώς ώστε το μνημείο της Αμφίπολης να καταστεί ασφαλές και επισκέψιμο.
Η Ολυμπιάδα και ο Ηρώδης
Η εκδοχή περί γυναικείας ταφής στον τύμβο Καστά επανέρχεται στη σχετική, ατέρμονη όπως εξελίσσεται εδώ και μήνες, συζήτηση για την ταυτότητα του νεκρού. Τη μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδα, θεωρεί ως την πιο πιθανή προσωπικότητα που ενταφιάστηκε στην Αμφίπολη η δρ Ορίτ Πελέγκ-Μπαρκάτ. Μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», η Ισραηλινή αρχαιολόγος σημειώνει ότι «εξ όσων μπορώ να εικάσω παρακολουθώντας στενά -αν και εξ αποστάσεως- τις εξελίξεις της ανασκαφής, το πρόσωπο στο οποίο θα μπορούσε να έχει αφιερωθεί ένα τόσο μεγαλοπρεπές μνημείο είναι πιθανότατα η Ολυμπιάδα. Κατά τη γνώμη μου, το ψηφιδωτό με την αρπαγή της Περσεφόνης παραπέμπει σε γυναικεία ταφή».
Η δρ Πελέγκ διδάσκει στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ και ένας από τους βασικούς τομείς των επιστημονικών ενδιαφερόντων της είναι η Ελληνιστική Περίοδος. Μάλιστα, η αποκάλυψη του τύμβου Καστά θα λάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο το οποίο συγγράφει τα τελευταία τρία περίπου χρόνια ειδικά για την ελληνιστική αρχιτεκτονική. Όπως λέει η δρ. Πελέγκ, «από τον Αύγουστο το μνημείο της Αμφίπολης αποτελεί σταθερά θέμα συζήτησης στον κύκλο των συναδέλφων μου αρχαιολόγων και μπορώ να βεβαιώσω ότι αυτό ισχύει διεθνώς, καθώς ο τύμβος εξάπτει τη φαντασία των επιστημόνων, όχι μόνο του κοινού. Απλώς, στη δική μας περίπτωση απουσιάζει εντελώς ο ιδεολογικός και πολιτικός παράγοντας, κάτι που πιστεύω ότι είναι αρκετά έντονο στην Ελλάδα. Για εμάς, ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ένας ήρωας, μια εξαιρετικά γοητευτική και σπουδαία ιστορική προσωπικότητα - αυτό όμως μένει εντός των ορίων των επιστημονικών ενδιαφερόντων. Δυστυχώς, λόγω της εθνικότητάς μου, θα ήταν αδύνατο να συμμετάσχω σε οποιαδήποτε αρχαιολογική απόπειρα να εντοπιστεί ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου επί αιγυπτιακού εδάφους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα από τα πλέον συναρπαστικά αρχαιολογικά ζητήματα και με έχει απασχολήσει αρκετά. Βάσει των διαθέσιμων ιστορικών πηγών, πάντως, τείνω να πιστεύω ότι ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα πρέπει να βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια».
Η Ισραηλινή Αρχαιολογική Σχολή θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές παγκοσμίως, λόγω και του αυξημένου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η δρ Πελέγκ βρήκε ιδιαίτερα ελκυστική την Ελληνιστική Περίοδο λόγω των κοσμοϊστορικών αλλαγών που συνέβησαν τότε και οι οποίες σε μεγάλο βαθμό οφείλονταν στο κοσμοπολιτικό όραμα του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ίδια έχει επισκεφτεί πάρα πολλές φορές την Ελλάδα, είτε στο πλαίσιο των αρχαιολογικών μελετών της, είτε για διακοπές και αναψυχή. Όπως υπογραμμίζει, «έχω ταξιδέψει σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, μια χώρα την οποία πραγματικά λατρεύω. Έχω ανέβει ως την κορυφή του Ολύμπου - δυστυχώς όμως δεν έχω επισκεφτεί ποτέ την Αμφίπολη. Ανυπομονώ όμως να το πράξω αμέσως μόλις επιτραπούν οι επισκέψεις στο μνημείο. Από τους Έλληνες αρχαιολόγους θα έλεγα ότι η κυρία Όλγα Παλαγγιά είναι πολύ γνωστή, αν και δεν νομίζω ότι συμφωνώ με τη χρονολόγηση του μνημείου στη Ρωμαϊκή Περίοδο, την οποία εκείνη είχε προτείνει στην πρώτη φάση της ανασκαφής».
Η δρ Πελέγκ δεν θεωρεί παράξενο το ότι δεν υπάρχει καμία γνωστή αναφορά στον τύμβο της Αμφίπολης σε κανένα από τα σωζόμενα κείμενα των ιστορικών της αρχαιότητας - παρόλο που επρόκειτο για ένα μεγαλοπρεπές ταφικό οικοδόμημα: «Πολλές φορές βλέπουμε ότι υπάρχουν μνημεία τα οποία αγνοούνται από τους αρχαίους συγγραφείς. Μελετώντας τα κείμενα εντοπίζουμε πολύ σοβαρές παραλείψεις, οι οποίες δεν μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένους λόγους, ενδεχομένως όμως κάποιες από αυτές να ήταν εσκεμμένες για να αποσιωπηθεί κάτι που θεωρούνταν ταμπού».
Εκτός από τα ελληνιστικά της ενδιαφέροντα, η δρ Πελέγκ συμμετέχει επίσης ενεργά στην αρχαιολογική έρευνα του Μαυσωλείου που αποδίδεται στον βασιλιά της Ιουδαίας Ηρώδη τον Μέγα. Πρόκειται για ένα τεραστίων διαστάσεων ταφικό μνημείο, το οποίο αποκάλυψε το 2007 σε τοποθεσία λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ ο καθηγητής της, ένας από τους κορυφαίους Ισραηλινούς αρχαιολόγους, ο Εχούντ Νέτζερ. Μάλιστα, η δρ Πελέγκ παραλληλίζει κατά κάποιον τρόπο το Μαυσωλείο του Ηρωδείου με τον τύμβο της Αμφίπολης, επισημαίνοντας ότι «είναι δύο εντυπωσιακά αρχαία μνημεία, τα οποία όμως συνιστούν αντιδιαμετρικά διαφορετικές περιπτώσεις. Διότι εμείς γνωρίζουμε ότι το Ηρώδειο ήταν ιδιοκτησία του Ηρώδη και ότι, σύμφωνα με τα κείμενα Ρωμαίων ιστοριογράφων, ετάφη εκεί - έστω κι αν τα ευρήματα του καθηγητή Νέτζερ αμφισβητούνται. Στην Αμφίπολη, αντιθέτως, βρέθηκε ένας τάφος που, χωρίς αμφιβολία, θα ταίριαζε σε έναν βασιλιά, ακόμη και στον ίδιο τον Μέγα Αλέξανδρο, δεν υπάρχει όμως τίποτα, κανένα απολύτως στοιχείο που να βοηθά τους αρχαιολόγους να συνδέσουν το μνημείο με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο - μέχρι στιγμής τουλάχιστον».
Μάλιστα, όπως παρατηρεί, η δρ Πελέγκ, «από την άποψη της αρχιτεκτονικής, του διακόσμου κ.λπ., φυσικά δεν υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στο Μαυσωλείο του Ηρωδείου και τον τύμβο της Αμφίπολης. Καθώς όμως μιλούμε για πανίσχυρους και βαθύπλουτους ηγεμόνες, είναι πολύ πιθανόν ο Ηρώδης να είχε εντυπωσιαστεί όταν επισκέφτηκε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αλεξάνδρεια. Ισως λοιπόν να επηρεάστηκε από αυτό που είδε και να θέλησε να μιμηθεί τον Μακεδόνα βασιλιά, καθώς οραματίστηκε το δικό του ταφικό ανάκτορο, έστω κι αν ο Ηρώδης απεβίωσε 300 και πλέον χρόνια μετά τον Αλέξανδρο».
(Πληροφορίες: protothema.gr, Amfipoli News)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου