Για ακόμη μια φορά, στο όμορφο και ιστορικό Παλαιοχώρι Παγγαίου αναβίωσε την Κυριακή, 15 Ιουλίου, το πατροπαράδοτο έθιμο, τα "Τσάνια", οι ρίζες του οποίου χάνονται στα βάθη των αιώνων.
Πλήθος κόσμου από όλη την περιοχή κατέκλυσαν το κέντρο του Παλαιοχωρίου προκειμένου να δουν την πομπή ανθρώπων και ζώων και στη συνέχεια συμμετείχαν στο παραδοσιακό πανηγύρι που στήθηκε στην πλατεία του χωριού με τη φροντίδα του δραστήριου Πολιτιστικού Συλλόγου Παλαιοχωρίου.
Τα «Τσάνια» αποτελούν το κορυφαίο έθιμο του Παλαιοχωρίου. Πρόκειται για ένα δρώμενο που δεν συναντάται σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας, κάτι που τονίζει την ιδιαιτερότητά του για τους κατοίκους της περιοχής. Ο χαρακτήρας του είναι άκρως θρησκευτικός. Τα "Τσάνια" αναβιώνουν σηματοδοτώντας την έναρξη των εορτασμών για τον Προφήτη Ηλία, την Κυριακή πριν την γιορτή. Η Κυριακή αυτή είναι μια ημέρα για την οποία οι νέοι του χωριού προετοιμάζονται ένα ολόκληρο χρόνο. Πολλοί ξυπνούν πολύ νωρίτερα απ’ ότι θα έπρεπε. Ταΐζουν τα ζώα τους καλά και τα πεταλώνουν. Θα περάσουν μια δύσκολη μέρα. Με ρυθμό αργό, τελετουργικό τα στολίζουν. Προσέχουν και την τελευταία λεπτομέρεια. Δεν πρέπει να έχουν ούτε ένα ψεγάδι.
Αφού σιγουρευτούν ότι όλα είναι εντάξει, και βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει, πηγαίνουν στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία όπου τους περιμένει ο ιερέας. Φτάνουν, σταματούν κατεβαίνουν από τα ζώα και με ευλάβεια κάνουν το σταυρό τους και χαιρετούν τα εικονίσματα. Ο ιερέας τους ευλογεί έναν - έναν και το κάθε ζώο ξεχωριστά. Ξέρουν ότι αυτή η ευλογία θα τους συντροφεύει από εδώ και πέρα.
Όταν ο ιερέας ευλογήσει και το τελευταίο ζώο αυτής της πομπής, όλοι μαζί ξεκινούν για το καστανοδάσος που περιβάλλει το χωριό. Πορεύονται μέσα στο δάσος τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια με συνοδεία ζουρνά και νταουλιού. Όλοι μαζί τραγουδούν με μια φωνή δυνατά αυτά τα τραγούδια που διατήρησαν μέσα στους αιώνες ακλόνητο το ελληνικό πνεύμα. Έτσι πλησιάζοντας στον τελικό προορισμό τους, την περιοχή του Άη Γιάννη, στο ατελείωτο, καταπράσινο, πραγματικά υπέροχο δάσος νοιώθουν δέος.
Φτάνοντας δένουν τα ζώα σε ένα ορισμένο μέρος και τα απαλλάσσουν από τα διάφορα βάρη που κουβάλησαν σ’ αυτήν την ανοδική πορεία. Όλοι μαζί ξεκινούν με τα τσεκούρια τους και κόβουν ξύλα. Κόβουν τραγουδώντας. Κούραση δεν υπάρχει γι αυτούς, είναι τάμα, είναι τιμή τους.
Μέχρι το μεσημέρι όλοι έχουν τελειώσει. Έχει κόψει ο καθένας τα ξύλα που μπορεί να κουβαλήσει το ζώο του. Τα έχουν τοποθετήσει έτσι ώστε να είναι έτοιμα για φόρτωμα. Και τώρα είναι η ώρα να ξαποστάσουν. Όμως το κέφι που έχουν όλοι μέσα τους, τους οδηγεί σε ένα ατελείωτο γλέντι. Τρώνε, πίνουν, χορεύουν, τραγουδούν, γλεντούν με την ψυχή τους. Λένε ιστορίες, θυμούνται, νοσταλγούν.
Χωρίς να το καταλάβουν καλά-καλά, ο ήλιος αρχίζει να πέφτει πίσω από τις κορυφές του Παγγαίου. Είναι η ώρα που πρέπει να ολοκληρώσουν το τάμα. Αρχίζουν να φορτώνουν τα ζώα με τα ξύλα και αφού τελειώσουν παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής. Σε ολόκληρο το βουνό αντηχούν οι ήχοι των κουδουνιών και τα τραγούδια των νέων σε συνδυασμό με τους ζουρνάδες και τα νταούλια. Ακούγεται και στο χωριό αυτή η φασαρία που όμως δεν είναι καθόλου ενοχλητική. Πλησιάζουν.
Σε λίγη ώρα φτάνουν στα πρώτα σπίτια του χωριού. Πλήθος ο κόσμος κατά μήκος όλης της διαδρομής, περιμένει να τους δει.
Σιγά - σιγά η πομπή φτάνει στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Ξεφορτώνουν τα ζώα και κάνουν τρεις φορές τον γύρο του ναού, χτυπώντας την μικρή καμπάνα. Έτσι θα τους δώσει υγεία ο Προφήτης Ηλίας. Όλοι κάνουν τον σταυρό τους. Έγινε και φέτος αυτό που έπρεπε να γίνει. Αυτά είναι τα ξύλα που θα βράσουν το «κουρμπάνι», που προέρχεται από προσφορές ζώων, τα οποία στα παλαιότερα χρόνια, αφού ευλογούνταν θυσιάζονταν στον προφήτη Ηλία.
Είναι αυτό το «κουρμπάνι» που, αφού ευλογηθεί από τον ιερέα, διανέμεται σε όλους τους πιστούς την ημέρα της πανήγυρης, ως ευλογία και ως προστασία.
Για την ιστορία...
Το Παλαιοχώρι φέρει στις πλάτες του ένα πλούσιο και ένδοξο ιστορικό παρελθόν, που του κληροδότησε πάρα πολλά έθιμα. Έθιμα για κάθε εποχή του χρόνου και για κάθε μορφή της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου. Από το προσκύνημα στον Άγιο Θεόδωρο του Κάστρου, μέχρι την ευλογία των σταφυλιών στη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, από τις "Κούνιες" και το "Κουρμπάνι" του Αγίου Γεωργίου, μέχρι τις πίτες της Αποκριάς, από τα "Γκουλιάρια" και τους "Αράπηδες" του χειμώνα, μέχρι το κορυφαίο έθιμο του καλοκαιριού τα "Τσάνια".
Η τελετουργική αναπαράσταση της πομπής που συναντούμε στα "Τσάνια", με τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων και τον στολισμό τους, δεν είναι κάτι τυχαίο. Έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα όπως προκύπτει από την πλούσια ιστορία του Παγγαίου. Το κλειδί σε αυτή την περίπτωση δίνει ο αρχαίος τραγωδός Ευριπίδης, στο έργο του «Ρήσος», που αναφέρεται στον ξακουστό βασιλιά του Παγγαίου.
Ο Ρήσος ήταν βασιλιάς των κατοίκων του Παγγαίου, από τους πιο αγαπητούς ήρωες της περιοχής και έζησε την εποχή του Τρωϊκού Πολέμου, δηλαδή γύρω στον 12ο αιώνα π.Χ.. Ο Ρήσος λοιπόν, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, πήγε για να πολεμήσει στον Τρωϊκό Πόλεμο φέρνοντας μαζί του τα κάτασπρα σαν χιόνι άλογά του, το κατασκευασμένο από χρυσό κι ασήμι άρμα του και τα εξίσου πολύτιμα όπλα του. Ωστόσο δεν πρόλαβε να πολεμήσει αφού δολοφονήθηκε το βράδυ, μόλις έφτασε στην Τροία. Ετάφη κάτω από ένα τύμβο, κι εκεί το σώμα του αναπαύθηκε επί αιώνες.
Όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να καταλάβουν την πλούσια μεταλλοφόρο περιοχή του Παγγαίου αποφάσισαν στα 437 π.Χ. να στείλουν μια ομάδα αποίκων στην πόλη των Εννέα Οδών, την μετέπειτα Αμφίπολη, με οικιστή τον Άγνωνα. Για να νομιμοποιήσουν την παρουσία τους, εφάρμοσαν ένα χρησμό που τους έδωσε το Μαντείο των Δελφών. Έστειλαν λοιπόν, ανθρώπους στην Τροία οι οποίοι άνοιξαν νύχτα τον τύμβο όπου βρισκόταν το φημισμένο λείψανο του Ρήσου, και αφού το τοποθέτησαν σε «χλαμύδα πορφυράν», το μετέφεραν κρυφά στην Αθήνα. Εκεί το παρέλαβαν οι άποικοι και το μετέφεραν στη θέση της αρχαίας πόλης των Εννέα Οδών όπου ίδρυσαν την Αμφίπολη και στην κορυφή του πιο ψηλού λόφου της, που τον περιέβρεχε ο Στρυμόνας, έθαψαν τα λείψανα του Ρήσου, ο οποίος τιμήθηκε όσο κανένας άλλος ήρωας στην περιοχή μας.
Επιστρέφοντας στη τραγωδία του Ευριπίδη που φέρει το όνομα του Ρήσου, σε δύο σημεία μπορεί κανείς να εντοπίσει τη γλαφυρή περιγραφή της μνημειώδους πομπής αλόγων του Ρήσου που ομοιάζει απόλυτα στα «Τσάνια», μόνο που η περιγραφή αυτή έγινε χιλιάδες χρόνια πριν.
Ενδεικτικά αναφέρεται ο στίχος 298 της τραγωδίας , όπου ο βοσκός λέει πως είδε τον Ρήσο όρθιο πάνω στο άρμα του που το έσερναν άλογα. Το λαιμό τους χρυσός ζυγός αναβαστούσε και ήταν περισσότερο λευκά από το χιόνι. Στον ώμο του μια χρυσοπλουμισμένη έλαμπε ασπίδα και μια χάλκινη Γοργόνα, όμοια με εκείνη που ‘χει στη δικιά της ασπίδα η Αθηνά, τρόμο σκορπούσε δεμένη στα μέτωπα των αλόγων παράλληλα με τον χτύπο των κουδουνιών τους.
Στην περιγραφή αυτή λοιπόν βλέπουμε πως τα άλογα του Παγγαίου στην πομπή του Ρήσου, είχαν κουδούνια στο λαιμό τους που προκαλούσαν τρόμο στους εχθρούς και πως ήταν στολισμένα και έφεραν στο μέτωπο μια χάλκινη εικόνα Γοργόνας που τους προστάτευε.
Επίσης στο στίχο 377 της τραγωδίας , ο Χορός εξυμνεί την χρυσαρματωμένη λαμπρή κορμοστασιά του Ρήσου και εντυπωσιάζεται από τον θόρυβο που κάνουν τα κουδούνια στο λαιμό των αλόγων.
Αναγνωρίζονται λοιπόν σαφή κοινά στοιχεία, όπως είναι τα κουδούνια στο λαιμό των αλόγων στην πομπή του Ρήσου, και τα κουδούνια στο λαιμό των αλόγων στα "Τσάνια". Έχουμε από τη μία τα στολισμένα άλογα του Ρήσου, που έχουν την εικόνα της Γοργόνας, ως αποτροπαϊκό σύμβολο, στο μέτωπο, και από την άλλη έχουμε τα στολισμένα άλογα στα "Τσάνια", που στο μέτωπό τους έχουν εικόνες αγίων για προστασία.
Με λίγα λόγια έχουμε την ίδια συνήθεια του στολίσματος των ζώων και της χρήσης κουδουνιών στο λαιμό τους από την πρώιμη αρχαιότητα μέχρι σήμερα ως ένδειξη τιμής και λαμπρότητας. Μια παράδοση που διατηρείται αναλλοίωτη για χιλιάδες χρόνια. Μια παράδοση που διατήρησαν οι Παλαιοχωρινοί, ως κάτοικοι του Παγγαίου, για να τιμηθεί με την μεγαλοπρέπεια που του αρμόζει ένας προστάτης για τον τόπο, ο Προφήτης Ηλίας.