Της Δάφνης Καραθεοδώρου
Φιλόλογου Ειδικής Αγωγής Msc
Σύμφωνα με τον Στασινό, (2015) υποστηρίζεται ότι είναι πλέον παραδεκτό πως η δυσλεξία ως ειδική διαταραχή στην εκμάθηση του γραπτού λόγου συνιστά ένα υπαρκτό (ειδικό) μαθησιακό πρόβλημα του παιδιού στο (σύγχρονο) σχολείο, το οποίο χαρακτηρίζεται για την ιδιαιτερότητά του αλλά και για το σύνθετο και ετερογενή του χαρακτήρα. Παρόλη την ετερογένειά της, η δυσλεξία έχει καθολικό χαρακτήρα, δηλαδή συναντάται σε όλες τις ομιλούμενες γλώσσες του κόσμου αλλά με διαφορετικά, κατά περίπτωση σημασιολογικά στοιχεία, μεγέθη συχνότητας και σοβαρότητας του φαινομένου.
Η μοναδικότητα του φαινομένου της δυσλεξίας με την έννοια των χαρακτηριστικών εκδήλωσής της αλλά και της υφής του εφαρμοζόμενου διδακτικού προγράμματος που απευθύνεται στις συγκεκριμένες δυσκολίες του παιδιού με το γραπτό λόγο(χρήση και κατανόηση θα πρέπει να είναι προϊόν προσεκτικής επιλογής όλων των εμπλεκόμενων μερών της διαγνωστικής και παρεμβατικής ομάδας. Η αποτελεσματικότητα του παρεμβατικού προγράμματος επίσης μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο. Εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων όπως είναι η φύση και ο βαθμός σοβαρότητας των δυσκολιών του παιδιού στη χρήση και κατανόηση του γραπτού λόγου (τύπος και έκταση της δυσλεξίας), ο χρόνος και η ποιότητα (εγκυρότητα, πληρότητα, ακρίβεια) διάγνωσης των οικείων δυσκολιών, η ηλικία του παιδιού, τα χαρακτηριστικά της μητρικής γλώσσας και η γλωσσική του συμπεριφορά (προσδιορίζει το σημείο εκκίνησης στην παρέμβαση), η φύση και η δομή του εφαρμοζόμενου διδακτικού προγράμματος, η συναφής κατάρτιση του εκπαιδευτικού, το επικοινωνιακό κλίμα στην τάξη, κ.τ.λ.
Ένα ενδεχόμενο παράδειγμα της σχολικής ζωής θα μπορούσε να είναι η ύπαρξη ενός παιδιού με ακουστική δυσλεξία ή οπτική δυσλεξία. Όπως εύλογα προκύπτει ένα πρόγραμμα παρέμβασης που θα βασιζόταν στην ακουστική δίοδο επικοινωνίας δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα αν εφαρμοζόταν σε ένα παιδί με δυσλεξία ακουστικού τύπου αφού τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν ελλείμματα στην ακουστική μνήμη, αντίληψη και διάκριση. Αντίστοιχα, ένα πρόγραμμα παρέμβασης βασισμένο στην οπτική δίοδο επικοινωνίας, δεν θα επέφερε θετικά αποτελέσματα σε ένα παιδί με οπτική δυσλεξία, αφού τα εν λόγω παιδιά παρουσιάζουν δυσκολίες στην οπτική μνήμη, αντίληψη και διάκριση.
Επομένως, διαφορετική παρεμβατική στρατηγική συνίσταται για ένα παιδί με ακουστική δυσλεξία και διαφορετική για ένα με οπτική δυσλεξία. Προτεινόμενες μέθοδοι παρέμβασης κατά τον Στασινό, (2015) ανάλογα με την φύση των ενδείξεων της δυσλεξίας, είναι η πολύ-αισθητηριακή προσέγγιση, η ακολουθία διάφορων σταδίων διδασκαλίας, η χρήση χρωμάτων ή άλλη αφαιρετική προσέγγιση και η διεξοδική και συνθετική παρουσίαση των φωνητικών μεθόδων.
Βιβλιογραφία: Στασινός Δ. Π. (2015). Ψυχολογία του Λόγου και της Γλώσσας. Ανάπτυξη και Παθολογία. Δυσλεξία και Λογοθεραπεία. Αθήνα: Gutenberg
Φιλόλογου Ειδικής Αγωγής Msc
Σύμφωνα με τον Στασινό, (2015) υποστηρίζεται ότι είναι πλέον παραδεκτό πως η δυσλεξία ως ειδική διαταραχή στην εκμάθηση του γραπτού λόγου συνιστά ένα υπαρκτό (ειδικό) μαθησιακό πρόβλημα του παιδιού στο (σύγχρονο) σχολείο, το οποίο χαρακτηρίζεται για την ιδιαιτερότητά του αλλά και για το σύνθετο και ετερογενή του χαρακτήρα. Παρόλη την ετερογένειά της, η δυσλεξία έχει καθολικό χαρακτήρα, δηλαδή συναντάται σε όλες τις ομιλούμενες γλώσσες του κόσμου αλλά με διαφορετικά, κατά περίπτωση σημασιολογικά στοιχεία, μεγέθη συχνότητας και σοβαρότητας του φαινομένου.
Η μοναδικότητα του φαινομένου της δυσλεξίας με την έννοια των χαρακτηριστικών εκδήλωσής της αλλά και της υφής του εφαρμοζόμενου διδακτικού προγράμματος που απευθύνεται στις συγκεκριμένες δυσκολίες του παιδιού με το γραπτό λόγο(χρήση και κατανόηση θα πρέπει να είναι προϊόν προσεκτικής επιλογής όλων των εμπλεκόμενων μερών της διαγνωστικής και παρεμβατικής ομάδας. Η αποτελεσματικότητα του παρεμβατικού προγράμματος επίσης μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο. Εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων όπως είναι η φύση και ο βαθμός σοβαρότητας των δυσκολιών του παιδιού στη χρήση και κατανόηση του γραπτού λόγου (τύπος και έκταση της δυσλεξίας), ο χρόνος και η ποιότητα (εγκυρότητα, πληρότητα, ακρίβεια) διάγνωσης των οικείων δυσκολιών, η ηλικία του παιδιού, τα χαρακτηριστικά της μητρικής γλώσσας και η γλωσσική του συμπεριφορά (προσδιορίζει το σημείο εκκίνησης στην παρέμβαση), η φύση και η δομή του εφαρμοζόμενου διδακτικού προγράμματος, η συναφής κατάρτιση του εκπαιδευτικού, το επικοινωνιακό κλίμα στην τάξη, κ.τ.λ.
Ένα ενδεχόμενο παράδειγμα της σχολικής ζωής θα μπορούσε να είναι η ύπαρξη ενός παιδιού με ακουστική δυσλεξία ή οπτική δυσλεξία. Όπως εύλογα προκύπτει ένα πρόγραμμα παρέμβασης που θα βασιζόταν στην ακουστική δίοδο επικοινωνίας δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα αν εφαρμοζόταν σε ένα παιδί με δυσλεξία ακουστικού τύπου αφού τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν ελλείμματα στην ακουστική μνήμη, αντίληψη και διάκριση. Αντίστοιχα, ένα πρόγραμμα παρέμβασης βασισμένο στην οπτική δίοδο επικοινωνίας, δεν θα επέφερε θετικά αποτελέσματα σε ένα παιδί με οπτική δυσλεξία, αφού τα εν λόγω παιδιά παρουσιάζουν δυσκολίες στην οπτική μνήμη, αντίληψη και διάκριση.
Επομένως, διαφορετική παρεμβατική στρατηγική συνίσταται για ένα παιδί με ακουστική δυσλεξία και διαφορετική για ένα με οπτική δυσλεξία. Προτεινόμενες μέθοδοι παρέμβασης κατά τον Στασινό, (2015) ανάλογα με την φύση των ενδείξεων της δυσλεξίας, είναι η πολύ-αισθητηριακή προσέγγιση, η ακολουθία διάφορων σταδίων διδασκαλίας, η χρήση χρωμάτων ή άλλη αφαιρετική προσέγγιση και η διεξοδική και συνθετική παρουσίαση των φωνητικών μεθόδων.
Βιβλιογραφία: Στασινός Δ. Π. (2015). Ψυχολογία του Λόγου και της Γλώσσας. Ανάπτυξη και Παθολογία. Δυσλεξία και Λογοθεραπεία. Αθήνα: Gutenberg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου