Μια τρίκλιτη βασιλική του τέλους 5ου/αρχών 6ου αιώνα, με στιλιστικές ομοιότητες και πιθανή χρονολογική εγγύτητα με τη Βασιλική Α΄ των Φιλίππων και τον Περίκεντρο Ναό της Αμφίπολης, φέρνουν στο φως οι ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο του Παλαιόκαστρου, κοντά στην Τερπνή Σερρών, εκεί όπου έχει εντοπιστεί μια άγνωστη προς το παρόν αρχαία πόλη. Η ταυτότητα της πόλης δεν είναι γνωστή, θεωρείται βέβαιο πάντως ότι ήταν σημαντική, γεγονός που αποδεικνύεται από τη συνεχή κατοίκησή της από την Εποχή του Σιδήρου ώς τον 6ο-7ο μ.Χ. αιώνα.
Όπως λέει στη Voria.gr η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών, Δημητρία Μαλαμίδου, η τρίκλιτη βασιλική που ανασκάπτεται τα τελευταία δύο χρόνια είναι συνολικών διαστάσεων περίπου 22 Χ 12 μ., χτισμένη στο επικλινές έδαφος με ισχυρή υποδομή στην πλευρά του ιερού. «Αποκαλύφθηκε υπόστρωμα και τμήματα μαρμαροθετήματος (opus sectile) στο κεντρικό κλίτος, ενώ το νότιο κλίτος έχει δάπεδο από πήλινες πλάκες. Διακρίνονται επίσης ίχνη λειτουργικών στοιχείων στο ιερό, όπως η Αγία Τράπεζα και πιθανόν το κιβώριο (θόλος που υποστηρίζεται από κίονες)», ανέφερε η κ. Μαλαμίδου, προσθέτοντας πως το κτήριο παρουσιάζει μεγάλη κατασκευαστική ομοιότητα με την τελευταία φάση της πεντάκλιτης βασιλικής που είχε ανασκαφεί στην Τερπνή το 1993, ενώ και οι δύο εκκλησίες έχουν στιλιστικές ομοιότητες και μάλλον χρονολογική εγγύτητα με τη Βασιλική Α΄ των Φιλίππων και τον Περίκεντρο Ναό της Αμφίπολης (Ύστερος 5ος/Πρώιμος 6ος αιώνας).
Εκτός από την τρίκλιτη βασιλική, ανασκάφηκε επίσης στην κορυφή του λόφου σύμπλεγμα κτηρίων με πυκνή δόμηση, που αντιστοιχούν σε οικοδομήματα εκατέρωθεν ενός λιθόστρωτου δρόμου. Εντοπίσθηκαν πάνω από 10 λίθινοι τοίχοι πάχους 50-70 εκ., ζωικά οστά με ίχνη τεμαχισμού για κατανάλωση, ίχνη μεταλλουργικής δραστηριότητας, κεραμική αυτοκρατορικών χρόνων και νομίσματα 4ου-6ου αιώνα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει για τους αρχαιολόγους η προσεκτική επανεξέταση του μνημειώδους δημόσιου κτηρίου (23 x 25 μ.) που είχε ανασκαφεί το 1993 και σύμφωνα με την κ. Μαλαμίδου «έδειξε ότι έχουμε σε αυτό διαδοχή πολλαπλών φάσεων. Στην πρώτη του φάση στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ., περιελάμβανε μια ορθογώνια τρίκλιτη αίθουσα με δάπεδο από λίθινες πλάκες, μαρμάρινους κίονες και κορινθιακά κιονόκρανα, καθώς και αίθουσες με υπόκαυστο πιθανόν λουτρό στη ΒΔ γωνία».
Η δεύτερη φάση του κτηρίου χρονολογείται στα τέλη του τέλη 5ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα, επεκτείνεται προς νότια και βόρεια, σε αυτό προστίθενται ημικυκλική αψίδα και πλάγια κλίτη, έτσι παίρνει τη μορφή πεντάκλιτης χριστιανικής βασιλικής. Σε αυτή τη φάση φαίνεται πως το λουτρό καταργείται, ενώ χτίζονται πολυάριθμα προσκτίσματα.
Τα ευρήματα και η σημασία της θέσης
Η θέση Παλιόκαστρο ταυτίζεται με μια από τις αρχαίες πόλεις της κάτω κοιλάδας του Στρυμόνα που είναι γνωστές από τις αρχαίες ιστορικές πηγές. «Ελπίζουμε ότι με την καινούργια έρευνα θα υπάρξουν ευρήματα, όπως επιγραφές και νομίσματα, που θα επιτρέψουν τον ασφαλή προσδιορισμό του ονόματός της. Είναι πάντως ήδη φανερό ότι η στρατηγική της θέση ανάμεσα στην εύφορη κοιλάδα του ποταμού Στρυμόνα και στις πλαγιές των πλούσιων σε μεταλλεύματα βουνών Κερδύλλιον και Βερτίσκος, συνέβαλε στη μακραίωνη επιτυχημένη ιστορική της πορεία», αναφέρει η κ. Μαλαμίδου και συμπληρώνει: «Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των παλαιότερων ευρημάτων ξεχωρίζει επιγραφή που αναφέρει τη λέξη ἀδάμαϛ, όρος που αναφέρεται στον χρυσό και πιθανότατα στην εκμετάλλευσή του».
Όπως προκύπτει από την πολύχρονη έρευνα, η γεωγραφική αυτή ζώνη αρχικά βρισκόταν υπό τον έλεγχο του θρακικού φύλλου των Βισαλτών, αλλά γρήγορα προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Ελλήνων από τις πόλεις του Νότου και από το Μακεδονικό βασίλειο. Τα ευρήματα των ανασκαφών αποδεικνύουν την παρουσία ελληνικής κεραμικής ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. Οι ανασκαφές στον λόφο αποκάλυψαν μέχρι τώρα οικοδομικές φάσεις των ελληνιστικών χρόνων, τμήμα της οχύρωσης, ρωμαϊκή βασιλική (δημόσιο κτήριο) με συγκρότημα θερμών, εργαστηριακό χώρο με πατητήρια για κρασί (ληνεώνας) ρωμαϊκών χρόνων και δυο χριστιανικές εκκλησίες. Μια επιγραφική μαρτυρία από τον πρώιμο 3ο αιώνα μ.Χ. κάνει λόγο για καθεστώς πόλεως, ενώ η κορυφή του λόφου περιβάλλεται με οχύρωση.
Στην επικράτειά της έχουν κατά καιρούς ανασκαφεί αρκετοί τάφοι διαφόρων εποχών, καθώς και τάφος «μακεδονικού» τύπου που ανήκε στα αδέλφια Ιππώνακτα και Διοσκουρίδη, γιων του Απολλοδώρου, ο οποίος ήταν, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, εταίρος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εγκατεστημένος στην Αμφίπολη.
Μια επιγραφή του 2ου-3ου αι. μ.Χ., που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο των Σερρών και προέρχεται πιθανότατα από το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, αναφέρεται στην οικοδόμηση βασιλικής με τη συνδρομή της Ιουλίας, από κληροδότημα του συζύγου της Φιλίππου υπό την επιμέλεια του Πόπλιου Αιλίου Κλαρανού Αλεξάνδρου. Είναι αρκετά πιθανόν να πρόκειται για το κτήριο που αποκάλυψε η ανασκαφή και φαίνεται ότι ήταν σε χρήση για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, από τον 2ο έως και τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ., με αρκετές φάσεις ανακατασκευής και πιθανή μετατροπή του σε χριστιανική εκκλησία που λειτουργούσε τουλάχιστον μέχρι και τον 6ο αιώνα.
Η ανασκαφή που βρίσκεται σε εξέλιξη πραγματοποιείται από την ΕΦΑ Σερρών και τη Γαλλική Σχολή Αθηνών με τη συμμετοχή ερευνητών και φοιτητών από την Ελλάδα, τη Γαλλία, το Βέλγιο και τον Καναδά.
«Η αρχαιολογική έρευνα αποκαλύπτει εντυπωσιακά μνημεία και συμπληρώνει τις γνώσεις μας για την ιστορία της αρχαίας αυτής πόλης. Παράλληλα, άμεσος στόχος μας είναι να αποδώσουμε στο κοινό έναν πολύ σημαντικό χώρο, ο οποίος ευελπιστούμε να αποτελέσει πόλο έλξης επισκεπτών και πηγή πολιτισμικής και οικονομικής αναβάθμισης του δήμου Βισαλτίας», αναφέρει η κ. Μαλαμίδου, εστιάζοντας στη συμβολή του δήμου που καθαρίζει τον χώρο και στηρίζει σταθερά και με κάθε τρόπο την ερευνητική ομάδα.
(Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το υπουργείου Πολιτισμού/ Εφορεία Αρχαιοτήτων Σερρών).
(Πηγές: Ανασκαφή, Μ. Ριτζαλέου, Voria)