Έφτασε η Καθαρά Δευτέρα, η τελευταία μέρα της Αποκριάς, του ξεφαντώματος, του χορού και άλλων σχετικών. Οι μέρες αυτές με μελαγχολούν, όχι για κάποιο άλλο λόγο, αλλά γιατί πολλά έθιμα του παρελθόντος που αναβίωναν τέτοιες μέρες, κρίθηκε από κάποιους ότι έπρεπε να σταματήσουν.
Έτσι έγινε και με τα "Γκουλιάρια", το μοναδικό, ίσως, διονυσιακό δρώμενο της περιοχής που αναβίωνε στο Παλαιοχώρι μέχρι τις μέρες της Δικτατορίας. Τότε απαγορεύτηκε ως "παγανιστικό", και από τότε χάθηκε. Αυτό το κομμάτι της παράδοσης του τόπου μας χάθηκε, δεν σβήστηκε όμως και από τη μνήμη των ανθρώπων. Και να που μια φωτογραφία από τα περιβόητα "Γκουλιάρια" ήρθε στο φως, ξυπνώντας μνήμες που θάφτηκαν κάτω από καρότσες τρακτέρ, και άλλα εφευρήματα.
Γιατί έτσι θυμάμαι εγώ τις απόκριες στο χωριό, μια σύντομη παρέλαση στην πλατεία, όπου πάνω σε αυτοσχέδια άρματα, που δεν ήταν άλλο από τις καρότσες κάποιων τρακτέρ, οι νέοι του χωριού, ως ερασιτέχνες ηθοποιοί έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους, αναφερόμενοι στην τοπική κοινωνία και στα γεγονότα. Παλαιότερα το ίδιο συνέβαινε πάνω στην οροφή ενός λεωφορείου στην αυλή του σχολείου. Και όλα αυτά μέχρι το 1998...
Τότε ήταν η τελευταία φορά που κάποιο αποκριάτικο σατυρικό θεατρικό παίχτηκε στην πλατεία του Παλαιοχωρίου. Μάλιστα παρομοίαζε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή - σόου της εποχής, που πλαισιωνόταν με αφελείς υποψηφίους μνηστήρες... Μετά από αυτό τίποτα, και όλοι αρκούνταν να παρακολουθήσουν κάποιο καρναβάλι της πόλης μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες τους, αφού νωρίτερα καταναλώσουν ικανές ποσότητες λαγάνας και νηστίσιμων! Και αν το κάνουν και αυτό...
Για τα "Γκουλιάρια" που προανέφερα, άκουσα και διάβασα, και ελπίζω κάποια στιγμή να δω την αναβίωση τους. Το χρωστάμε άλλωστε στο παρελθόν και στην ιστορία μας.
"Αυθεντικό διονυσιακό δρώμενο" τα χαρακτηρίζει και ο συγγραφέας Θόδωρος Γρηγοριάδης, ο οποίος σε πολλά βιβλία του έχει αναφερθεί σε αυτό. Παρακάτω αναδημοσιεύω ένα άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ (περιοδικό ΠΡΟΣΩΠΑ), τον Ιανουάριο του 2001.
Ο θάνατος των βάκχων
Μέρες καρναβαλιού με πιάνει μια θλίψη, μια λαογραφική κατάθλιψη, για όσα έθιμα έσβησαν ανεπιστρεπτί και μια οργή για όσους συνέβαλαν στο χαμό τους.
Ορεινό χωριό στο Παγγαίο. Κάτοικοι 3.500. Όλη την περίοδο πριν την Καθαρά Δευτέρα ντυνόμασταν τα βράδια και μπαινοβγαίναμε στα γειτονικά σπίτια. Φορούσαμε τα παλιά μας ρούχα, τα παρτάλια μας. Την λέξη βεστιάριο κανείς δεν την ήξερε. Χτυπούσαμε τις πόρτες και κάναμε τρέλες ή σιωπούσαμε μέχρι να μας αναγνωρίσουν. Γέλια, πειράγματα, κεράσματα. Συνήθως όλοι μεταμφιέζονταν το αντίθετο φύλο ή κάποιον αναγνωρίσιμο τύπο. Ο καθένας ντυνόταν τον άλλο.
Την Καθαρά Δευτέρα το χωριό ήταν ξεσηκωμένο. Στην πλατεία θα γινόταν η αποθέωση του καρναβαλιού. Το θέαμα για χρόνια επαναλαμβανόμενο: Καλαμπούρια, προξενιά, γάμος, γεννητούρια, γλέντια. Και στο τέλος η μεγάλη πομπή: οι γυμνοί άνδρες, «τα γκουλιάρια». Όσοι ήταν πάνω από δεκαοχτώ χρονών μαζεύονταν σε ένα σπίτι στην άκρη του χωριού και εκεί, αφού μεθούσαν για τα καλά, γδυνόντουσαν και έβαφαν το κορμί τους με φούμο. Ύστερα τυλίγονταν με φύλα και κλαδιά, άρπαζαν τσουγκράνες και άλλα γεωργικά εργαλεία στα χέρια και- σχεδόν ολόγυμνοι- έτρεχαν στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στην πλατεία αλαλάζοντας και πειράζοντας το πλήθος -κυρίως τις γυναίκες. Διονυσιασμένοι, αρχέγονοι, αρχετυπικοί. Οι τελευταίοι Βάκχοι του Παγγαίου.
Αυτά ως το 1967. Ως τότε κράτησαν «τα γκουλιάρια» που θυμάμαι. Ο ερχομός της χούντας γέμισε τον κόσμο απαγορεύσεις. Τα σκοτεινά μας βράδια σκοτείνιασαν πιο πολύ. Τα «γκουλιάρια» έπαψαν να βγαίνουν στους δρόμους. Η τρέλα και το μεθύσι του παλιού εθίμου -που είχε διασωθεί αιώνες- έσβηνε άδοξα.
Το κακό που έκανε η στρατιωτική δικτατορία στην χώρα μας αντιστοιχεί με των ευνουχισμό των αγαλμάτων από τους χριστιανούς. Απέκοψε οριστικά τη σύγχρονη Ελλάδα από την τελετουργική παράδοση που δεν φοβόταν να ακουμπάει στις ρίζες του παγανισμού και των μύθων. Γέμισαν τότε οι δρόμοι μας κίβδηλα σύμβολα. Στις πλατείες παρέλαυνε ο καρνάβαλος της χούντας που- όταν δεν έβγαζε τα τανκς- αμολούσε τα «ένδοξα» καμουφλαρισμένα άρματα.
Βρέθηκα τσολιαδάκι σε άρμα-τρακτέρ να υποδύομαι τον μαθητή του Κρυφού σχολειού. Όλοι μας υποδυθήκαμε κάτι από την μεταμφιεσμένη δόξα της ελληνικής ιστορίας. Και κανείς δυστυχώς δεν μπορούσε να ξεσχίσει εκείνες τις κουρελιασμένες στολές. Όσο περνάνε τα χρόνια για μας που, απροστάτευτοι και ανημέρωτοι, μεγαλώσαμε στη θλίψη της επταετίας η οργή δε λέει να καταλαγιάσει.
Μεταπολίτευση. Το χωριό λιγοστεύει. Οι άνθρωποι φεύγουν στη Γερμανία και στις πόλεις. Την Καθαρά Δευτέρα βγαίνουν και πάλι οι άντρες πάνω στα τρακτέρ -όχι πια «γκουλιάρια»- και σατιρίζουν την διαρκώς μεταβαλλόμενη κοινωνία. Παντρεύονται ξανά, «οι γκαστρωμένες» γεννάνε κουνέλια και γάτες, όμως λείπει το κέφι και το ξέσπασμα. Οι καρνάβαλοι αμήχανοι να συλλάβουν την καινούργια ταυτότητα του έργου και τις απαιτήσεις της εποχής απομακρύνονται σκεφτικοί από την ορχήστρα. Αριστοφανικοί υποκριτές σε αγέλαστη κωμωδία. Σαν γραφικό μοιάζει το έθιμο, δεν ήταν παλιά έτσι...
Ταυτόχρονα με την εκκένωση της υπαίθρου τηλεοπτικές εικόνες εισβάλλουν στα σπίτια μας. Οι τηλεοράσεις αναλαμβάνουν να διασκεδάσουν τα πλήθη υποκαθιστώντας την πραγματικότητα. Τις Καθαροδευτέρες όλο και πιο δύσκολα γεμίζει η πλατεία.
Δεκαετία ενενήντα. 1700 κάτοικοι. Τελευταία δρώμενα. Πάνω στα τρακτέρ στήνονται «τηλεοπτικά στούντιο», η θεματολογία του καρνάβαλου είναι αποκλειστικά η τηλεόραση και τα καμώματά της. Σατιρίζονται κυρίως τα reality show. Ο μεθυσμένος βάκχος τρεκλίζει ως ξανθιά προξενήτρα, η περούκα του βάρος ασήκωτο, τα τακούνια σφίγγουν τα πόδια του, οι κόθορνοι μουχλιάζουν στις αποθήκες. Οι μικρότεροι δεν διαδέχονται τους προηγούμενους, ονειρεύονται τις πόλεις.
Το καρναβάλι σβήνει.
Έζησα το τέλος ενός εθίμου με την ίδια πίκρα που βίωσα το τέλος της παιδικής ηλικίας. Χωρίς να νοσταλγώ το παρελθόν, ξέρω πως κανείς δεν μπορεί να συγκρατήσει τη φθορά μιας εποχής. Ο καρνάβαλος άλλαζε όπως άλλαζε η χώρα και οι προσανατολισμοί της. Η σοβαροφάνεια διαδεχόταν τη σάτιρα, ενώ κανένα καινούργιο έθιμο δεν αντικαθιστούσε τα παλιά.
Tώρα στις μεγάλες πόλεις οργανώνονται φαντασμαγορικές παρελάσεις χωρίς τον αυθορμητισμό και καρναβαλισμό του παλιού δρώμενου. Τα πλήθη ξεχύνονται στους δρόμους χαιρετώντας τις κάμερες. Μόνον η τηλεόραση μπορεί πια να συντηρήσει τα «εκστασιασμένα» πλήθη, εκείνη τα δημιουργεί, εκείνη τα αναπαράγει ψηφιακά. Η τελετή υποχωρεί στην τηλεοπτικότητα.
Η Πάτρα και οι άλλες πόλεις, στα αδιαχώρητα στενάκια τους, διεκδικούν μια δεύτερη Disneyland, ένα φτιασιδωμένο Ρίο. Ώ, ρε γλέντια! που θα’ λεγε και ο Καραγκιόζης-βρωμερή καρικατούρα σκιερών εποχών...
Η διαπολιτισμικότητα του καρναβαλιού και η εμπορευματοποίησή του κατατροπώνει τον σάτυρο που κρύβεται μέσα μας αναζητώντας κάθε χρόνο τον απεγκλωβισμό του από το καταπιεσμένο σώμα. Ό, τι απομένει είναι ένα κενό, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες στις σκοτεινιασμένες περιοχές του υποσυνείδητου.
Μετατρέποντας σε show την ζωή μας σκοτώνουμε τον καρναβαλικό εαυτό μας. Ανίκανοι να ζήσουμε το έθιμο εθιζόμαστε στα υποκατάστατα. Η καλοφτιαγμένη μάσκα επιστρέφει ως πολύχρωμος εφιάλτης, χιονίζει φελιζόλ πάνω από την πόλη. Tα «γκουλιάρια» χορεύουν -full monty- σε αντιερωτικά τηλεοπτικά προγράμματα.
Κλεισμένοι στα σπίτια μας δεν πιστεύουμε ότι ο μασκαράς που χτυπάει την πόρτα μας δεν είναι ένας μεταμφιεσμένος εχθρός, ένας ξένος, ένας άλλος τελικά. Σφαλίζουμε την πόρτα και πέφτουμε για ύπνο-ανήσυχο.
Ονειρευόμαστε ότι κάπου, σε ένα έθιμο, κάποιοι γλεντάνε ακόμη. Πού άραγε;